Tuesday, 21 January 2014

Deja Vu: Γιατί ο Χρόνος Επαναλαμβάνεται;

Τι είναι Deja vu και τι δεν είναι;

Ο όρος deja vu είναι γαλλικός και σημαίνει «αυτό το έχω ξαναδεί». Πιο σπάνια, για το ίδιο φαινόμενο χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος paramnesia που σαφώς προέρχεται από την ελληνική λέξη «παραμνησία».

Ως λέξη πρωτοεμφανίστηκε από τον Emile Boirac(1851- 1917), έναν Γάλλο ερευνητή με έντονο ενδιαφέρον για τις ψυχικές έρευνες, στο βιβλίο του L’ Avenir des sciences psychiques (Το Μέλλον των Ψυχικών Ερευνών). Το σύγγραμμα του αποτελούσε επέκταση μίας εργασίας που είχε ολοκληρώσει όταν ακόμα ήταν προπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Chicago.


Τι ακριβώς όμως είναι μία deja vu εμπειρία; Είναι η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι ένα γεγονός που τώρα βλέπει/ βιώνει/ ακούει έχει επαναληφθεί στο παρελθόν. Έτσι, η εν λόγω εμπειρία συνοδεύεται συχνά από ένα έντονο αίσθημα οικειότητας, αλλά κυρίως από ένα δεύτερο- και συχνά πιο έντονο- αίσθημα παραδοξότητας.

Η ιδιαιτερότητα όμως της εν λόγω εμπειρίας ώστε να οριστεί ως παραφυσικό φαινόμενο, δεν είναι ότι ένα γεγονός μοιάζει να επαναλαμβάνεται, αλλά το ιδιαίτερο αίσθημα που συνοδεύει την αίσθηση αυτή: είναι η έντονη πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά», ότι αυτό που αισθάνομαι είναι αδύνατο να συμβαίνει. Κατά τη βίωση ενός deja vu συχνά αισθανόμαστε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε ξαναζήσει την εν λόγω στιγμή, όσο έντονα και να νιώθουμε οικειότητα.

Δηλαδή, αρκετές φορές μπορεί να αισθανόμαστε έντονη σύγχυση με ερωτήσεις του τύπου: «Έχω ξαναδιαβάσει το εν λόγω βιβλίο;» ή «Έχω ξαναδεί την εν λόγω ταινία;». Η σύγχυση όμως αυτή δεν εμπεριέχει την αίσθηση της παραδοξότητας. Άλλωστε, είναι φυσικό ένας άνθρωπος που έχει διαβάσει εκατοντάδες βιβλία ή κάποιο βιβλίο πριν αρκετά χρόνια, να μην θυμάται τίποτα από αυτό. Η σύγχυση όμως αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι deja vu.


Τα 3 Είδη Deja vu: Deja vecu – Deja senti – Deja visite.

Τα παραπάνω ίσως είναι οτιδήποτε έχετε ακούσει ποτέ για την ιδιαίτερη αυτή εμπειρία. Δυστυχώς όμως είναι εξαιρετικά, ίσως και επικίνδυνα, ελλιπείς. Κατ’ αρχήν, αυτό που ονομάζουμε Deja vu δεν είναι deja vu, παρά μία κατηγορία αυτού. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά..

Σύμφωνα με τον Arthur Funkhouser, στο paper Three Types of deja vu (Funkhouser, A., 1996), υπάρχουν τριών ειδών εμπειρίες deja vu, οι deja vecu, deja senti και deja visite.

H deja vecu μεταφράζεται ως «αυτό το έχω ξαναζήσει» και σχεδόν πάντα όταν ένας άνθρωπος μιλάει για deja vu εννοεί . Βέβαια, μία τέτοια γενίκευση και ταυτοποίηση των δύο όρων είναι απόλυτα λανθασμένη.

Τι ακριβώς όμως είναι μία deja vecu εμπειρία; Κατ’ αρχήν, εμπεριέχει κάτι πολύ περισσότερο από ότι απλά οπτικά ερεθίσματα, γι’ αυτό και η ταύτιση του με τον όρο deja vu είναι λανθασμένη. Το αίσθημα που δημιουργείται περιέχει πολύ περισσότερη λεπτομέρεια και πληροφορίες, ενώ το άτομο που το βιώνει αισθάνεται ότι τα πάντα είναι ακριβώς όπως και στο παρελθόν.

Δηλαδή, δεν είναι απλά ότι «αυτό το έχω ξαναδεί» αλλά ότι «αυτό το έχω ξαναζήσει».

Η deja senti εμπειρία έχει να κάνει αποκλειστικά με κάποιο συναίσθημα του ανθρώπου, ενώ μεταφράζεται ως «αυτό το έχω ξανανιώσει». Σε αντίθεση με τις άλλες δύο κατηγορίες deja vu, η deja senti δεν εμπεριέχει την υποψία πρόγνωσης, είναι δηλαδή κάτι απόλυτα φυσικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αρκετοί επιληπτικοί ασθενείς βιώνουν συχνά deja senti, κάτι που μπορεί να βοηθήσει στην έρευνα για τις άλλες δύο περιπτώσεις.

Τέλος, η deja visite αφορά ένα ακόμα πιο συγκεκριμένο συναίσθημα: την παράδοξη αίσθηση ότι γνωρίζουμε ένα μέρος που δεν έχουμε επισκεφτεί ποτέ στο παρελθόν. Δηλαδή, επισκεπτόμενοι π.χ. μία πόλη γνωρίζουμε πώς να κινηθούμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας, ενώ κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο.

Ως εμπειρία συναντάται πολύ πιο σπάνια, ενώ έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες ως εξήγηση του φαινομένου: από εξωσωματικές εμπειρίες και μετεμψύχωση, έως απλές λογικές απαντήσεις. Με το φαινόμενο έχει ασχοληθεί και ο Καρλ Γιούνγκ, στο paper On synchronicity (Συγχρονικότητα) , το 1952.

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της εμπειρίας deja vecu και της deja visite είναι ότι στη μεν πρώτη κυρίαρχο ρόλο παίζει το συναίσθημα, ενώ η δεύτερη έχει να κάνει κυρίως με γεωγραφικές και χωρικές διαστάσεις.

Η πιο συχνή και ενδιαφέρουσα περίπτωση deja vu είναι η deja vecu, κάτι που υποδηλώνεται και από το πλήθος των ερευνών, πειραμάτων και μελετών που έχουν αφιερωθεί στην εξήγηση του φαινομένου.


1 Στους 2 Ανθρώπους Έχει Βιώσει Deja vu!

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ως φαινόμενο παρατηρήθηκε πριν αρκετούς αιώνες, πιθανόν συνόδευε τον άνθρωπο και από την αρχή της πορείας του. Ως εκ τούτου, υπάρχει πλήθος παλαιότερων ερευνών πάνω στο φαινόμενο και όλες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: 1 στους 3 ανθρώπους έχει βιώσει deja vu!

Κατ’ αρχήν, η πρώτη αφορά που η επιστημονική κοινότητα ασχολήθηκε μαζί του ήταν μόλις το 1890, όταν ο Lach- Szyrma παρουσίασε περιπτώσεις τέτοιων εμπειριών.

Ο McKellar το 1954, από τις πρώτες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν πάνω στο φαινόμενο, κατέληξε ότι το 23% των συμμετεχόντων του είχαν βιώσει deja vu. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 182 φοιτητών του πανεπιστημίου του Aberdeen.

Το παραπάνω ποσοστό εκτοξεύθηκε στα ύψη λίγα χρόνια αργότερα, όταν το 1966 ο C.E. Green παρουσίασε τα αποτελέσματα παρόμοιας έρευνας πάνω σε 115 φοιτητές του πανεπιστημίου του Southampton. Σύμφωνα με το paper που εξέδωσε, το 80% των ερωτηθέντων είχε βιώσει έστω και μία φορά στη ζωή του deja vu!

Το 1985, σχετική έρευνα του Haraldsson έδειξε ότι το 64% των Βρετανών και το Ισλανδών έχει βιώσει εμπειρία deja vu, ενώ υπολόγισε ότι το αντίστοιχο ποσοστό για τις Η.Π.Α. αγγίζει το 60%!

Το 1991, οι Gallup και Newport υπολόγισαν ότι το παραπάνω ποσοστό στο 56%. Πιο πρόσφατα, το 1992, πραγματοποιήθηκε σχετική έρευνα από τον T. C. Gaynard με δείγμα μαθητές του Wyke College του Kingston, ηλικίας 16 με 19 ετών. Τα συμπεράσματα του; Από το σύνολο των μαθητών που βίωσαν κάποια παραφυσική εμπειρία, το deja vu ήταν το πλέον διαδεδομένο: 35.9%!

Τέλος, μόλις το 1999, σχετική έρευνα της Shari A. Cohn σε δείγμα 208 ατόμων από την Σκωτία, τη Βρετανία, την υπόλοιπη Ευρώπη, τη Νότιο Αμερική και άλλες περιοχές της υφηλίου, υπολόγισε ότι το ποσοστό των ανθρώπων που βιώνουν εμπειρίες deja vu ανέρχεται στο 66%, με το 12% να μην είναι σίγουροι και μόνο το 19% των ερωτηθέντων να απαντάνε όχι!


Επιστημονική Προσέγγιση: Γιατί Δεν Είναι Εφικτή;

Έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, δηλαδή ότι ως φαινόμενο βιώνεται από την πλειοψηφία των ανθρώπων και ότι έχει παρατηρηθεί από τις απαρχές της ιστορίας μας(υπάρχουν αρκετές αναφορές σε παλαιότερα κείμενα), είναι φυσικό να αναρωτηθούμε γιατί δεν αποτέλεσε μέχρι σήμερα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και πειραματισμού.

Και όντως, πέρα από τις αρκετές- στατιστικής φύσεως- έρευνες που παρουσιάσαμε παραπάνω, λιγοστές πραγματικά φορές οι εν λόγω εμπειρίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο πειραματισμού. Γιατί λοιπόν;

Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή και έχει να κάνει με τη φύση των εμπειριών. Το deja vu δεν βιώνεται κατά παραγγελία, αντιθέτως μάλιστα εμφανίζεται πάντα σε τελείως απρόσμενες στιγμές, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η μελέτη του σε εργαστηριακό περιβάλλον.

Οπότε, η μοναδική επιστημονική προσέγγιση που μπορεί να πραγματοποιηθεί, έως τη στιγμή που θα ανακαλυφθεί τρόπος πρόκλησης εμπειριών deja vu, είναι η καταγραφή εμπειριών και οι στατιστικές έρευνες όσο το δυνατόν περισσότερων πληθυσμών.


Ασθένεια, Παρενέργεια Φαρμάκων ή Ανωμαλία των Νευρώνων;

Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη δεκάδων θεωριών στην προσπάθεια εξήγησης του παράδοξου αυτού φαινομένου, από αρκετά επιστημονικά πεδία.

Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί μία έντονη ομοιότητα μεταξύ εμπειριών deja vu και διάφορων κλινικών ασθενειών, όπως κάποιες μορφές σχιζοφρένειας. Η πιο ισχυρή πάντως σύνδεση έχει γίνει μεταξύ deja vu και παροδικής επιληψίας του λοβού(αγγλ. temporal lobe epilepsy), κάτι που οδηγεί αρκετούς επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι είναι αποτέλεσμα νευρολογικής ανωμαλίας. Τι σημαίνει αυτό; Οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν συχνά από μικρές(μη παθολογικές) επιληπτικές κρίσεις, μερικές εκ των οποίων κατά πάσα πιθανότητα ευθύνονται και για τις εμπειρίες deja vu.

Επίσης, έχει αποδειχθεί κλινικά ότι η παράλληλη χρήση συγκεκριμένων φάρμακων αυξάνει τις πιθανότητας βίωσης εμπειρίας deja vu. Μόλις το 2001, οι Taiminen και Jaaskelainen ανέφεραν την περίπτωση ενός, κατ’ άλλα υγιή, άνδρα που άρχισε να βιώνει έντονα και αλλεπάλληλα deja vu όταν ξεκίνησε φαρμακευτική αγωγή με αμανταδίνη και φενυλοπροπανολαμίνη (amantadine και phenylpropanolamine) για να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα γρίπης που τον ενοχλούσαν. Στηριζόμενοι σε παλαιότερες έρευνες, οι δύο ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το deja vu είναι αποτέλεσμα υπερδοπανιμεργικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο.

Από την άλλη, προς τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, αναπτύχθηκε η θεωρία ότι οι εμπειρίες deja vu είναι αποτέλεσμα της ετεροχρονισμένης ενεργοποίησης των νευρώνων. Ο παραπάνω ετεροχρονισμός παραπλανούσε τον εγκέφαλο, ο οποίος πίστευε ότι δεχόταν πανομοιότυπο ερέθισμα για δεύτερη φορά, ενώ στην πραγματικότητα λάμβανε το ίδιο ερέθισμα με μία μικρή καθυστέρηση. Η πιο διαδεδομένη θεωρία που στηρίχθηκε στην παραπάνω παραδοχή ήταν αυτή της οπτικής καθυστέρησης, η οποία εξηγούσε το φαινόμενο deja vu ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης μεταφοράς από ένα μάτι ενός οπτικού ερεθίσματος σε σχέση με το δεύτερο. Έτσι, το ίδιο ερέθισμα έφτανε στον εγκέφαλο με καθυστέρηση χιλιοστών δευτερολέπτου, η οποία όμως ήταν αρκετή ώστε να παραπλανήσει τη συνείδηση και να δημιουργήσει μία παράδοξη αίσθηση οικειότητας: δηλαδή φαινόμενο deja vu. Η παραπάνω θεωρία όμως κατέρρευσε όταν παρουσιάστηκαν περιπτώσεις βίωσης deja vu από τυφλούς!


Deja vu: Μία ‘Aγνωστη Ικανότητα του Ανθρώπου;

Παράλληλα όμως με τις θεωρίες της καθεστηκυίας επιστήμης, αναπτύχθηκαν και ορισμένες προερχόμενες από το χώρο των ψυχικών ερευνών και της παραψυχολογίας, ιδιαίτερα διαδεδομένος και αποδεκτός σε χώρες της Βρετανίας και της Αμερικής.

Έτσι, αρκετοί επιστήμονες συνέδεσαν την εμπειρία με φαινόμενα πρόγνωσης, διόρασης ή υπεραισθητικών αντιλήψεων, ενώ η πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας των ψυχικών ερευνών είδαν το φαινόμενο deja vu ως την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης ψυχικών ικανοτήτων στην πλειονότητα των ανθρώπων.

Από την άλλη, μικρότερος αριθμός ερευνητών υποστηρίζουν ότι το deja vu στην πραγματικότητα είναι προσπέλασης της μνήμης των ονείρων! Σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω θεωρίας, τα όνειρα- όπως και κάθε άλλο σημαντικό ερέθισμα- αποθηκεύονται στην μακροπρόθεσμη μνήμη.

Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να θυμηθούν την πλειονότητα των ονείρων που έχουν δει, εντούτοις ένας άνθρωπος που ονειρεύεται παρουσιάζει δραστηριότητα στο κομμάτι του εγκεφάλου του όπου βρίσκεται η μακροπρόθεσμη μνήμη. Έτσι, πιθανόν ένα όνειρο μπορεί να προσπεράσει τη μικροπρόθεσμη μνήμη, προσπελαύνοντας κατ’ ευθείαν τη μακροπρόθεσμη.

Με λίγα λόγια, το συναίσθημα του deja vu μπορεί να προκληθεί εξαιτίας μίας ανάμνησης ενός ξεχασμένου ονείρου, το οποίο φέρει αρκετά κοινά στοιχεία με την κατάσταση που βιώνει εκείνη τη στιγμή το άτομο.

Κάπως έτσι, αρκετοί ερευνητές συνέδεσαν την εμπειρία deja vu με το φαινόμενο deja reve, που σημαίνει «αυτό το έχω ονειρευτεί».


To Deja vu Αναδημιουργήθηκε σε Εργαστήριο!

Όπως όμως ήδη προείπαμε, όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην προσπάθεια του ανθρώπου να βρει απαντήσεις γύρω από ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να μελετήσει πειραματικά. Σαν μία ψηλάφηση δηλαδή στα τυφλά!

Και όμως, μόλις πριν λίγους μήνες, στις 21 Ιουλίου 2006, μία ανατρεπτική είδηση αναμεταδόθηκε από το ειδησεογραφικό δίκτυο του BBC News: «Εμπειρίες Deja vu αναδημιουργήθηκαν στο εργαστήριο!» .

Τι σημαίνει μία τέτοια είδηση; Εφόσον κατάφεραν να αναδημιουργήσουν κατά παραγγελία την εν λόγω εμπειρία, τότε το φαινόμενο δεν μένει παρά να εισέλθει στα εργαστήρια για πειραματική μελέτη. Τέλος στις θεωρίες δηλαδή, αρχή στις πράξεις. Σύμφωνα με δημοσίευμα λοιπόν του περιοδικού New Scientist, τα μέλη του Leeds Memory Group κατάφεραν μέσω «ύπνωσης» να προκαλέσουν deja vu εμπειρίες στους συμμετέχοντες στα πειράματα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το περιοδικό: «η δουλειά τους θα ρίξει φως σε θεμελιώδεις εργασίες της ανθρώπινης μνήμης».

Πως όμως κατέληξαν στην εν λόγω ανακάλυψη; Σύμφωνα με την πλειονότητα των επιστημόνων, όταν ένας άνθρωπος αναγνωρίζει ένα οικείο αντικείμενο ή πρόσωπο περνά από δύο σημαντικές διεργασίες. Αρχικά, ο εγκέφαλος προσπελαύνει τη μνήμη με σκοπό να διαπιστώσει αν το αντικείμενο που βλέπει τώρα έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Στη συνέχεια, αν όντως έχει παρατηρηθεί, ένα άλλο κομμάτι του εγκεφάλου αναγνωρίζει το αντικείμενο ως οικείο.

Αυτό που κατάφεραν οι επιστήμονες του Leeds είναι να διαχωρίσουν τη δεύτερη διεργασία από την πρώτη και να προκαλέσουν τη δεύτερη μέσω «ύπνωσης». Αποτέλεσμα; Αναπαράγεται επιτυχώς στους συμμετέχοντες το συναίσθημα του deja vu για κάθε τι που παρατηρούν! Με αυτόν τον τρόπο, το παράδοξο αυτό φαινόμενο μετατρέπεται σε αντικείμενο πειραματισμού.

Ο ερευνητής Akira O’ Connor, μέλος της ομάδας του Leeds, παρουσίασε τα συμπεράσματα τους στο Διεθνές Συνέδριο για τη Μνήμη στο Σύδνευ της Αυστραλίας, ενώ δήλωσε χαρακτηριστικά στο New Scientists: «Αυτό μας λέει ότι είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε στο εργαστήριο τις δύο αυτές διεργασίες, κάτι πολύ σημαντικό στην προσπάθεια μας να αποδείξουμε ότι είναι όντως ξεχωριστές».

Μάλιστα, οι παραπάνω ανακαλύψεις δεν άφησαν ασυγκίνητη την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Ο καθηγητής Alan Brown, ειδικός στο φαινόμενο deja vu στο πανεπιστήμιο South Methodist του Ντάλας, είπε χαρακτηριστικά: «Δεν έχω πολλές πληροφορίες για την έρευνα που διεξάγεται στο Leeds, όμως από οτιδήποτε γνωρίζω πρόκειται σίγουρα για μία σοβαρή και μεθοδική δουλειά με ένα ιδιαίτερα ανατρεπτικό αποτέλεσμα»!


Συγγραφέας: Νικόλαος Κουμαρτζής 
Πηγή: metafysiko.gr

Κοινωνικά Δίκτυα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...