Οι Σαμουράι: Μύθος και Πραγματικότητα
Οι Ιάπωνες πολεμιστές, γνωστοί ως σαμουράι, δεν έχουν σταματήσει να εμπνεύουν τη φαντασία του πλήθους όσων ασκούν πολεμικές τέχνες σε όλο τον κόσμο. Η κουλτoύρα τους, οι πολεμικές τους τεχνικές και ο τρόπος σκέψης τους εξακολουθούν να παρουσιάζονται ως το παράδειγμα προς μίμηση προκειμένου να επιτευχθεί μια ιδανική φόρμα σε όλες τις πολεμικές τέχνες. Ωστόσο η πραγματικότητα απέχει πολύ τη δημοφιλή εικόνα που βασίζεται σε κλισέ των οποίων τα πραγματικά γεγονότα έχουν αποδυναμωθεί. Σε αυτό το άρθρο σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε αυτούς τους πολεμιστές που ήταν «χωρίς φόβο και χωρίς μομφή», που ήταν πιστοί ως το θάνατο και που κέρδισαν το θαυμασμό πολλών.
Οι Ιάπωνες πολεμιστές, γνωστοί ως σαμουράι, δεν έχουν σταματήσει να εμπνεύουν τη φαντασία του πλήθους όσων ασκούν πολεμικές τέχνες σε όλο τον κόσμο. Η κουλτoύρα τους, οι πολεμικές τους τεχνικές και ο τρόπος σκέψης τους εξακολουθούν να παρουσιάζονται ως το παράδειγμα προς μίμηση προκειμένου να επιτευχθεί μια ιδανική φόρμα σε όλες τις πολεμικές τέχνες. Ωστόσο η πραγματικότητα απέχει πολύ τη δημοφιλή εικόνα που βασίζεται σε κλισέ των οποίων τα πραγματικά γεγονότα έχουν αποδυναμωθεί. Σε αυτό το άρθρο σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε αυτούς τους πολεμιστές που ήταν «χωρίς φόβο και χωρίς μομφή», που ήταν πιστοί ως το θάνατο και που κέρδισαν το θαυμασμό πολλών.
Προέλευση:
Πρώτον ο όρος σαμουράι προέρχεται από το παλιό ιαπωνικό σαμπουράφου, που σημαίνει «να είσαι στην υπηρεσία του». Στις αρχές της περιόδου Χέιαν (794-1186) αναφερόταν σε εκείνους που βρισκόταν στην υπηρεσία των ευγενών της αυλής, γνωστούς ως κούγκε, ή του αυτοκράτορα με έδρα το Κιότο, κυρίως γυναίκες! Ήταν οι ακόλουθοι των σημαντικών αντρών της ιαπωνικής αριστοκρατίας. Ξεκινώντας από τον 9ο αιώνα η λέξη συνδέεται όλο και πιο συχνά με την έννοια της συνοδείας και προσδιόριζε για ένα διάστημα τους υπηρέτες της αριστοκρατίας. Επιπλέον ο όρος σαμουράι αρχικά δεν σημαίνει πολεμιστής. Στην αρχή του ιαπωνικού Μεσαίωνα δεν υπήρχε κάποια τυπική λέξη για να προσδιορίσει τους άντρες που ειδικεύονταν στον πόλεμο. Βλέπουμε πως αναφέρονται λέξεις που υποδηλώνουν επαγγελματίες οπλίτες όπως μούσα (άνθρωπος των όπλων) ή μόσα (άγριος). Βρίσκουμε επίσης τον όρο γκοκένιν o οποίος προσδιορίζει τη σχέση υποτέλειας που δένει ή τιμά τον πολεμιστή.
Σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες πηγές οι σαμουράι αποτελούσαν τη βάση των αρχόντων της επαρχείας και των κατώτερων αξιωματούχων της τοπικής διοίκησης που ανήκε στον αυτοκράτορα. Οι κύριες αρμοδιότητές τους ήταν η δημιουργία και διατήρηση των επίσημων εγγράφων, η συλλογή των φόρων, η μεταφορά χρηματικών πόρων στην πρωτεύουσα, η συντήρηση των δρόμων και των δημόσιων κτηρίων, η διαχείρηση της αστυνομίας και η επίβλεψη της λατρείας και των θρησκευτικών γιορτών. Αυτοί οι τοπικοί αξιωματούχοι ηγούταν της γεωργικής εκμετάλλευσης και γνώριζαν πως να αποσπάσουν τη μεγαλύτερη αξία από τη γη. Τοποθέτησαν τις επαύλεις τους σε υπερυψωμένες τοποθεσίες και διέθεταν ομάδες ανδρών τους οποίους έριχναν στην καλλιέργεια των πλημμυρισμένων ορυζώνων.
Για εργασίες που απαιτούσαν σκληρή δουλειά όπως το σκάψιμο καναλιών και δεξαμενών, η κατασκευή χαμηλών τοίχων και αναχωμάτων κοκ, ο κύριος είχε αποκτήσει ένα ορισμένο κύρος που του επέτρεπε να επιβάλει την εξουσία του στους αγρότες, καθώς και στους μικρούς προύχοντες που τους θεωρούσε ως δικούς του άνδρες. Σιγά σιγά ο αφέντης τοποθετεί τους αδερφούς του ή τους κοντινούς του ανθρώπους σε στρατηγικά σημεία σε όλη την περιοχή μετά την προσάρτηση νέων αγροτεμαχίων. Κατασκευάζονται μικρές επαύλεις για αυτούς και καθιερώνονται οικογένειες δορυφόροι, που αναγνωρίζουν την υπεροχή του κυρίως κλάδου που είναι υπεύθυνος για την απόδοση λατρείας στους προγόνους της φυλής. Ο επικεφαλής της οικογένειας ήταν επίσης επικεφαλής μιας μικρής ομάδας πολεμιστών τους οποίους οδηγούσε στη μάχη προς υπεράσπιση της επικράτειας και του αρχοντικού. Επομένως το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας των ατόμων ενωμένων για την προστασία της επικράτειας έγινε σταδιακά πιο στρατικωποιημένο και μετατράπηκε σε μια ομάδα πολεμιστών κατά την περίοδο από τον 9ο ως το 11ο αιώνα. Έτσι με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκαν οι σαμουράι•ήταν ταυτόχρονα πολεμιστές και ιδιοκτήτες γης. Οι σαμουράι θεωρούσαν τα εδάφη που προσάρτησαν οι προγονοί τους ως την επικράτειά τους και οι ίδιοι έφεραν το όνομα της επικράτειας στην οποία κατασκευάστηκε το αρχοντικό τους, το οποίο ήταν κοντά στο ιερό όπου λατρευόταν η προστάτιδα θεότητα της φυλής τους όπως και οι τάφοι που λατρεύονταν οι ψυχές των προγόνων τους. Η απώλεια αυτής της γης ήταν η επιτομή της ατίμωσης.
Η δύναμη των σαμουράι άρχισε να εμφανίζεται τον 9ο αιώνα καθώς άρχισαν σιγά σιγά να οργανώνονται σε ομάδες. Το όνομα των τεχνών που ασκούσαν θα υποστεί επίσης αρκετές αλλαγές. Το 10ο αιώνα βλέπουμε το τσουουαμόνο νο μίτσι, τον τρόπο των όπλων, όπου ο όρος τσουουαμόνο ορίζει τον πολεμιστή ή τον άνθρωπο των όπλων. Μπορούμε επίσης να μεταφράσουμε το τσουουαμόνο νο μίτσι ως «ο τρόπος του πολεμιστή». Έναν αιώνα αργότερα οι όροι μούσα και μονονόφου άρχισαν να χρησιμοποιούνται για να ορίσουν τους πολεμιστές• οι πολεμικές τους μέθοδοι θα γίνουν γνωστοί ως μούσα νο μίτσι ή μονονόφου νο μίτσι. Οι μάχες της περιόδου Χέιαν προκάλεσαν επίσης ολοένα και αυξανόμενη χρήση του τόξου σε συνδυασμό με την ιππασία και ο όρος κιούμπα νο μίτσι (ο τρόπος του να κατακτήσει κανείς το τόξο και την ιππασία) χρησιμοποιείται ευρέως. Από αυτήν την περίοδο ξεκινά η χρήση της λέξης μίτσι (τρόπος) φαίνεται πως ήδη είναι μια ηθική ανησυχία στην καρδιά διάφορων ομάδων πολεμιστών. Επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου Χέιαν που ιδρύθηκαν οι πρώτες σχολές κίου ζούτσου (τοξοβολία) όπως η διάσημη Ογκασαβάρα-ρίου.
Οι πηγές που χρησιμοποιήσαμε, όπως η Ιστορία του Χεϊτζι και η Ιστορία του Χογκέν, περιγράφουν συνήθως αυτούς τους πολεμιστές ως άνδρες καλυμμένους με πανοπλία και κράνος, οπλισμένους με τόξο και μεγάλο ξίφος διοικώντας αρκετούς άντρες που αποκαλούνταν αυτοαπάγγελτα ειδικοί πολεμικών τεχνικών και κυνηγιού. Ωστόσο κάθε ένοπλος μπράβος δεν μπορούσε να είναι σαμουράι, ακόμη και αν μπορούσαν να προσληφθούν για τη φύλαξη των κτηρίων της επαρχιακής διοίκησης ή να υπηρετήσουν ως εργάτες στην επικράτεια. Οι ίδιοι οι σαμουράι ήταν στην κορυφή των επικρατειών και έπρεπε να προταθούν προκειμένου να εκτελέσουν στρατιωτικά καθήκοντα για την επαρχία όπως π.χ. ως συνοδοί αποστολής για τη συλλογή φόρων. Συμμετείχαν στα κυνήγια που παρείχε ο κυβερνήτης της επαρχίας ή οργάνωναν τις τελετές σύγκρισης της ικανότητας στην άσκηση του γιαμπουσάμε (έφιππη τοξοβολία εναντίον στατικού αντιπάλου).
Ανάμεσα στο 1051 και 1087 πόλεμοι στην περιοχή Τοχόκου (στη βορειο-ανατολική Ιαπωνία) έφεραν σε αντιπαράθεση τους σαμουράι του Κάντο (η περιοχή του Κάντο στη σύγχρονη εποχή) και του Κανσάι (η περιοχή του Κιότο στη σύγχρονη εποχή). Κατά τη διάρκεια αυτών των σκληρών μαχών σφυρηλατήθηκαν στενές σχέσεις μεταξύ των σαμουράι. Πολλοί από αυτούς προσπάθησαν να αποκτήσουν φέουδα στις προσφάτως προσαρτημένες περιοχές. Λόγω της αποτυχίας τους εναντίον των τοπικών στρατευμάτων υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια προς την αριστοκρατία και τους κούγκε οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν επιτυχώς σε αυτές τις επιθέσεις. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν έντονα συναισθήματα περηφάνειας για τους ένοπλους όπως και για τις αξίες του ηρωισμού, της πίστης, του θάρρους, της αφοσίωσης στον στρατηγό τους και ενός αποφασιστικού πνεύματος σε όλους τους σαμουράι του Κάντο, δηλαδή της οικογένειας Μιναμότο. Όλες αυτές οι αντιλήψεις ήταν αρκετά ξένες για την αριστοκρατία της Αυλής.
Έναν αιώνα αργότερα, μεταξύ του 1180 και του 1185, δυο αντίπαλες οικογένειες, οι Μιναμότοo και οι Τάιρα, αντιπαρατάχθηκαν σε έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο στον οποίο επικράτησαν οι Μιναμότο. Η παραμονή της τάξης των πολεμιστών στην εξουσία θα διατηρηθει για άλλους επτά αιώνες. Γεννήθηκε ο Σογκούν.
Η κουλτούρα και η φιλοσοφία του Μπούσι:
Ο τρόπος της έφιππης τοξοβολίας, κιούμπα νο μίτσι, θα συστηματοποιηθεί σε έναν τρόπο του πολεμιστή που αργότερα θα γίνει το διάσημο Μπουσίντο. Οι σαμουράι ανέπτυξαν μια κουλτούρα που ήταν εντελώς μοναδική. Κατασκεύασαν την πολιτική και πολιτιστική τους ταυτότητα διαμέσου της βίας και της διεξαγωγής πολέμου. Σε αυτόν τον τρόπο του πολεμιστή αναπτύχθηκε μια πλήρης αδιαφορία για την ύλη και στη θέση της σχηματίστηκε μια μεγάλη αναζήτηση για την ομορφιά και την καθαρή αποτελεσματικότητα της κίνησης. Η τιμή και η πίστη προς στον άρχοντα, κουράγιο στη μάχη και γενναιότητα ενώπιον του εχθρού αποτέλασαν τα μοτίβα ιστοριών πολεμιστών όπως η Ιστορία του Χεϊτζι, που γράφτηκε στις αρχές του 13ου αιώνα, και που θα διηγείτο σε πανηγύρια και προσκυνήματα. Από εδώ και στο εξής οι σαμουράι θεωρούσαν πως δεν είχαν αντίπαλο στις τέχνες του πολέμου, κυνηγιού και ιππασίας, κάτι για το οποίο ήταν πολύ υπερήφανοι.
Η γοητεία, που δοκίμασε τους προγόνους τους ως προς την αριστοκρατία της αυτοκρατορικής αυλής, αντικαταστάθηκε από ένα αίσθημα ανεξαρτησίας το οποίο ήταν συνδεδεμένο με τη χρήση βίας, τη μανία στη μάχη και μια νέα αντιλήψη περί τιμής. Η ιππασία, η οπλοφορία, η άσκηση των τεχνών του πολέμου, ο πόλεμος είναι τα σύμβολα χαρακτήριζαν τους πρώην γαιοκτήμονες και νυν πολεμιστές. Διατήρησαν δεσμούς πίστης και εξάρτησης απευθείας προς τον άρχοντά τους. Ο καινούργιος υποτελής απλώς παρουσιαζόταν από τον κύριο του ενώπιον των άλλων πολεμιστών του. Μετά από αυτήν την τελετή ο άρχοντας και ο καινούργιος άνδρας του θα έπιναν μαζί δημοσίως από το ίδιο κύπελο σάκε ως ένδειξη της αδελφοσύνης τους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα που συμμερίζονταν οι πολεμιστές ήταν η ατομικότητα. Ο σαμουράι ήταν βέβαια πιστός, αλλά ακολουθούσε τον αφέντη στη μάχη μόνο όταν ήταν σίγουρος πως θα του δινόταν μια περιοχή η οποία θα ήταν προς όφελος του. Το να αποκτήσει τον έλεγχο νεοκατακτηθείσας γης• αυτό είναι το κίνητρο για το σαμουράι για να ακολουθήσει έναν άρχοντα στη μάχη. Η μάχη δεν γινόταν αποδεκτή εκτός και αν αποζημειωνόταν κατάλληλα, η στρατιωτική υπηρεσία ασφαλώς και δεν είναι τσάμπα. Το θάρρος δεν είχε καμία σημασία για αυτούς τους πολεμιστές εκτός και αν ο εχθρός είχε πλούτη για αρπαγή.
Επιπλέον η πίστη ήταν κάποια αρετή μόνο εάν δεν έθετε σε κίνδυνο την κύρια επικράτεια του σαμουράι. Αν όχι, η προδοσία – η αλλαγή παράταξης κατά τη διάρκεια της μάχης – ήταν λεφτά στην τράπεζα. Μεταξύ των ιστοριών με θέμα τους πολεμιστές και τις χρονολογίες οικογενειών που περιγράφουν την πίστη των υποτελών στους κυρίους τους και την ιστορική πραγματικότητα υπάρχει μια ανομοιότητα που κάποιοι, οι οποίοι δεν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με τη μεσαιωνική ιαπωνική ιστορία, ίσως είναι δύσκολο να αποδεκτούν. Κατά κύριο λόγο υψηλόβαθμοι πολεμιστές και εξέχουσες ιστορικές προσωπικότητες όπως οι Χότζο Ουτζιγιάσου (1515-1571), Όντα Νομπουνάγκα (1534-1582), Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1537-1598), Τοκουγκάουα Ιεγιάσου (1542-1616), Τακέντα Σίνγκεν (1521-1573), Ουεσούγκι Κένσιν (1530-1578) κλπ ... εφάρμοσαν την προδοσία και την αλλαγή συμμαχιών. Αυτές οι περιπτώσεις πολιτικής προδοσίας σε καμία περίπτωση δεν αμαύρωσαν την τιμή των γενεαλογιών στις οποίες ανήκαν οι πρωταγωνιστές, έλαβαν ακόμη και ανταμοιβές από τους νικητές των αντιστοίχων μαχών.
Συνεχίζεται…
Κασέμ Ζουγκάρι
Μετάφραση:Μιχάλης Ηλιάκης
Πηγή: polemikes-tehnes.gr