Όπως συμβαίνει, συχνά, με τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες έτσι και οι πολεμικές τέχνες γεννιούνται, συνήθως, λόγω ανάγκης που προκύπτει από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες σε έναν τόπο. Συχνά, πολεμικές τέχνες μεθοδεύονται στα πλαίσια της εκπαίδευσης και πολεμικής προετοιμασίας ενός συντεταγμένου στρατεύματος, όπως είναι η ξιφασκία ή η τοξοβολία. Υπάρχουν φορές που μια πολεμική τέχνη αποκτά ιερό, τελετουργικό χαρακτήρα μέσα στα κοινωνικά πλαίσια όπως, για παράδειγμα, το σούμο στην Ιαπωνία ή το μάι τάι στην Ταϊλάνδη.
Κάποιες φορές, όμως, συμβαίνει να αναπτύσσονται πολεμικές τέχνες από την ανάγκη καταπιεσμένων κοινωνικά ομάδων που αναγκάζονται να αντισταθούν, να αυτοπροστατευθούν, ή να αυτοαμυνθούν από την αυθαίρετη επιβολή της εξουσίας των κατακτητών τους. Έτσι συνέβη, για παράδειγμα, με το κουνγκ φού, αλλά και με το Καποέϊρα. Από τη μία το κουνγκ φού αναπτύχθηκε όταν οι Κινέζοι χρειάστηκε να αμυνθούν από τη βίαιη επιβολή της τάξης των Ιαπώνων κατακτητών, από την άλλη το Καποέϊρα αναπτύχθηκε στη Βραζιλία από Αγκολέζους σκλάβους που το χρησιμοποίησαν για αυτοπροστασία από τις βιαιότητες των γαιοκτημόνων. Λέγεται, και κατά πάσα πιθανότητα είναι αλήθεια, ότι όσοι ασκούσαν το Καποέϊρα κάποτε είχαν μέσα τους ζωντανή την ελπίδα και το όραμα της ελευθερίας. Πίστευαν ότι κάποια μέρα θα το χρησιμοποιούσαν στους απελευθερωτικούς τους αγώνες.
Τον 16ο αιώνα στη Βραζιλία, σκλάβοι, από την Αγκόλα εργάζονταν σε φυτείες ζαχαροκάλαμου. Τους έφερναν δουλέμποροι για να τους πουλήσουν στους πορτογάλους κτηματίες. Οι σκλάβοι ζούσαν χωριστά, σε κοινότητες που ονομάζονταν Senzalas.
Αργότερα, όταν η κατοχή πέρασε σε ολλανδικά χέρια, τα μέτρα ασφάλειας χαλάρωσαν κάπως. Πολλοί σκλάβοι βρίσκουν τότε την ευκαιρία και επιλέγουν την παράνομη φυγή από τη σκλαβιά. Καταφεύγουν στα τροπικά βραζιλιάνικα δάση προτιμώντας την περιθωριακή αλλά ελεύθερη ζωή. Εκεί σχηματίζονται και οργανώνονται τα παράνομα και κρυφά Quilombos, κοινότητες σκλάβων φυγάδων.
Το μεγαλύτερο των Quilombos ήταν το Quilombo dos Palmares που βρίσκεται στην περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως πολιτεία Alagoas και στο οποίο έζησαν σχεδόν μυθικά πρόσωπα όπως ο αρχηγός του Quilombo, Ganga Zumba, ενώ αργότερα ανέλαβε την αρχηγία ο Zumbi.
Οι Ολλανδοί και αργότερα οι Πορτογάλοι προσπάθησαν πολλές φορές να κατακτήσουν το Palmares, ανεπιτυχώς, μέχρι που ο Domingos Jorge Velho οδήγησε τις δυνάμεις του και κατάφερε να το καταστρέψει και να σκοτώσει τον Zumbi το 1965. Μερικά από τα πολλά Quilombos υπάρχουν ακόμα και σήμερα ως απομονωμένες επαρχιακές περιοχές.
Σε αυτές τις κοινότητες, στα Quilombos και στις Senzalas δηλαδή, αναπτύχθηκε το Καποέϊρα.
Στην αρχή η μορφή του Καποέϊρα διέφερε από την σημερινή. Είχε πιο καθαρή πολεμική δομή και ήταν λιγότερο χορευτική. Όμως, οι δουλοπάροικοι παρατήρησαν τους σκλάβους να εξασκούνται και φοβήθηκαν ότι οι μαύροι εξέλισσαν μια αποτελεσματική πολεμική τέχνη. Έτσι κάθε τέτοια δραστηριότητα απαγορεύτηκε. Και οι δραστηριότητες των σκλάβων άρχισαν να παρακολουθούνται πιο στενά για λόγους ασφάλειας. Για αυτόν το λόγο, οι σκλάβοι αναγκάστηκαν να συγκαλύψουν την πολεμική τέχνη και την εξάσκησή της μέσα στις φιέστες του χορού τους. Έτσι περιλήφθηκε η μουσική και οι χορευτικές κινήσεις για να μεταμφιέσουν την εξάσκηση της Καποέϊρα. Ειδικά ένα είδος τελετουργικού χορού που ονομάζεται n’golo, με ρίζες στην Αφρική και που χορεύεται από άνδρες ως πάλη για να διεκδικήσουν τις παρθένες της φυλής, επηρέασε ιδιαίτερα την Καποέϊρα.
Αυτό ήταν ένα τέχνασμα που από τη μια εξασφάλισε την επιβίωση από την άλλη καθόρισε τη μορφή αλλά και το χαρακτήρα αυτής της πολεμικής τέχνης.
Αργότερα, με την απελευθέρωση των μαύρων το 1889 πολλοί μπόρεσαν, επιτέλους, να εγκαταλείψουν τα Quilombos και να ενταχθούν νόμιμα στην κοινωνία. Αρκετοί άρχισαν να συγκεντρώνονται σε αστικά κέντρα αναζητώντας εργασία. Αρχίζουν τότε προβλήματα που συνοδεύουν την επιβίωση στα αστικά κέντρα. Ανεργία, φτώχια, πείνα πλήττει την αξιοπρέπεια των μαύρων που έφυγαν από τα καταφύγια τους στα τροπικά δάση.
Μια νέα ανάγκη γεννιέται αυτή την φορά υπό το καθεστώς ενός άλλου είδους καταπίεσης, της φυλετικής και οικονομικής καταπίεσης. Κάποιοι οργανώνονται και πάλι στο περιθώριο της κοινωνίας κρατώντας ζωντανή την ελπίδα αυτή την φορά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στις καρδιές τους. Είναι περισσότερο πολιτική η φύση της αντίστασής τους αυτή την φορά, όμως, δεν σταματούν να εξασκούνται στο Καποέϊρα έχοντας κατά νου ότι είναι πιθανό να τους χρειαστεί σε περιπτώσεις εξέγερσης.
Βέβαια στην ανέχεια και την ανάγκη δυστυχώς τα όρια του «καθώς πρέπει» γίνονται δυσδιάκριτα και η ηθική χάνει την αξία της. Έτσι η εξάσκηση του Καποέϊρα σχετίζεται με το κοινωνικό περιθώριο και την παραβατική συμπεριφορά.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί ηλικιωμένοι δάσκαλοι Mestres όπως λέγονται τονίζουν τη σχέση του Καποέιρα με την παρανομία στο παρελθόν αλλά και σήμερα, κάτι που σχετίζεται με τα βιώματά τους και τον τρόπο που οι ίδιοι μαθήτευσαν στην πολεμική αυτή τέχνη. Σήμερα, όμως, όπως και κάθε άλλη πολεμική τέχνη έχει αποσυνδεθεί, σε μεγάλο βαθμό, από το ιστορικό της παρελθόν κι εξασκείται από άντρες και γυναίκες σε κάθε γωνία της Γης. Η προέλευση του, ωστόσο, διατηρεί κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι υπάρχουν σχολές Καποέϊρα που δίνουν έμφαση στην «ισότητα των φυλών και των εθνών».
Όσο ο άνθρωπος θα σκέφτεται με κριτήριο τις «ομάδες» είναι καταδικασμένος σε αφανισμό. Από τη στιγμή όμως που αρχίζει να λειτουργεί συλλογικά, ανεξάρτητα από χρώμα, εθνότητα, εθνικότητα, κοινωνική θέση, θρησκεία κ.λπ., κάνει ένα μεγάλο βήμα στον αγώνα για τη διατήρηση του ανθρώπινου είδους· δηλαδή, για έναν κόσμο ενωμένο δίκαιο και ανθρώπινο».
Παρόλα αυτά οι ιστορικές και τοπικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν αλλά και το γεγονός ότι είναι μια τέχνη που έχει τις ρίζες της στις στέπες και τις ζούγκλες της Αγκόλα και σχετίζεται άμεσα με την μαύρη φυλή του προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το κάνουν πολύ αγαπητό.
Το γεγονός ότι έπρεπε να καλυφθεί κάτω από το πρόσχημα της διασκέδασης έχει συνυφάνει το Καποέϊρα με τον χορό. Έτσι είναι, ίσως, η μοναδική πολεμική τέχνη που εξασκείται χορευτικά με τη συνοδεία μουσικής και μάλιστα βραζιλιάνικης.
Σε αντίθεση με τη στρατιωτική διάταξη και τον συγχρονισμό που βλέπουμε στις ομαδικές προπονήσεις του ιαπωνικού καράτε στην προπόνηση του Καποέϊρα η διάταξη είναι κυκλική και η ατμόσφαιρα δίχως τη στρατιωτική πειθαρχία των άλλων τεχνών. Η προπόνηση περιλαμβάνει την εκμάθηση μουσικών οργάνων και τραγουδιού που συνοδεύουν την εξάσκηση του Καποέϊρα.
Καθοδηγητής είναι ο Mestre, ο δάσκαλος που εξαιτίας του σχηματίζεται η ομάδα. Με τη βοήθεια και των παλαιότερων διδάσκει τους ρυθμούς, τις τεχνικές και τις στρατηγικές του παιξίματος. Αλλά και κάθε ένας πιο προχωρημένος βοηθά τους νεώτερους να βελτιωθούν.
Η ιεραρχία ή παλαιότητα καθορίζεται και στην Καποέϊρα με ζώνες. Όσο κανείς προχωράει στην εκμάθηση της τέχνης, διαπιστώνει ότι βαθμιαία οι δυσκολία κάθε ζώνης αυξάνεται. Τις τρεις πρώτες ζώνες τις κατακτά κανείς εύκολα, σχεδόν μία κάθε χρόνο. Η έκτη ζώνη (μπλε) είναι εκείνη που επιτρέπει σε κάποιον τη διδασκαλία, υπό την επίβλεψη πάντα του δασκάλου του.
Οι κινήσεις λοιπόν, πατάνε στον ρυθμό της μουσικής και ουσιαστικά ο καποερίστα παίζει σε ζευγάρι με έναν αντίπαλο. Το βασικό βήμα ονομάζεται ginga. Το παιχνίδι γίνεται στο κέντρο κύκλου της ρόντα, που σχηματίζεται από όλη την ομάδα που συμμετέχει χτυπώντας παλαμάκια στον κοινό ρυθμό ή με το παίξιμο της μουσικής. Αυτοί που παίζουν τα όργανα, η μπατέρια στέκονται στην κορυφή του κύκλου. Έτσι, η ομάδα γίνεται μια ορχήστρα όπου κάθε ένας είναι ισότιμα συνυπεύθυνος για το συνεργατικό αποτέλεσμα. Κάθε τι, από τον χαρακτήρα του κάθε μέλους μέχρι τη διάθεση του αλλά και τις σχέσεις των μελών αντικατοπτρίζεται στο αποτέλεσμα.
Έτσι, το Καποέϊρα είναι ταυτόχρονα εξάσκηση μουσικής, πειθαρχίας, ομαδικού πνεύματος και μαχητικότητας.
Στο κέντρο του κύκλου λοιπόν, βλέπουμε τους δύο αντίπαλους να παίζουν, ανταλλάσσοντας κινήσεις κυκλικές, σαρωτικές, εναέρια λακτίσματα, κλπ. στο ρυθμό της μουσικής που παίζουν άλλα μέλη της ομάδας. Οι κινήσεις τους είναι κυκλικές και είτε γίνονται χαμηλά με σαρωτικά λακτίσματα είτε ψηλά με κυκλικά λακτίσματα. Υπάρχουν εναέριες κινήσεις που πολλές φορές μοιάζουν με ακροβατικά. Δεν υπάρχει επαφή στις τεχνικές που ανταλλάσσουν οι αντίπαλοι στο παίξιμο και κάθε χτύπημα γίνεται αρκετά μακριά από τον αντίπαλο.
Τα όργανα είναι συνήθως αυτοσχέδια. Ένα ντέφι, κύμβαλα και τόξο με συρμάτινη χορδή. Οι ρυθμοί είναι συγκεκριμένοι και κάθε ένας τους εξυπηρετεί και μια διαφορετική προπονητική τακτική.
Από μια τέχνη σαν το Καποέϊρα με την προέλευση και την ιστορία του, περιμένει να εντοπίσει στοιχεία που σχετίζονται με την μαύρη φυλή, αλλά και με την κουλτούρα των φτωχών και κατατρεγμένων. Αυτό είναι αλήθεια. Η εγκαρδιότητα, το ομαδικό πνεύμα, η υπερηφάνεια, η τάση για επίδειξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων, η χαρούμενη διάθεση είναι στοιχεία που βλέπει κανείς σχεδόν σε κάθε ομάδα.
Λέγεται πως η κινησιολογία του Καποέϊρα πέρα από το ότι αυξάνει την ευλυγισία την αίσθηση του ρυθμού και τα συναισθήματα αυτοπεποίθησης ευεξίας και αισιοδοξίας, επιπλέον αποκαθιστά την ροή των ενεργειών μέσα στο σώμα, με αποτέλεσμα να απελευθερώνει λιμνάσματα ενεργειακά και να αναζωογονεί τις ζωτικές δυνάμεις. Αυτό δίνει στο Καποέϊρα μια θεραπευτική ιδιότητα, που ειδικά λόγω της σύνδεσης του με τη μουσική και το χορό έχει αρκετά ευρύ και βαθύ πεδίο δράσης στον ασκούμενο.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι Καποέϊρα το regional που είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή που συμπεριλαμβάνει τεχνικές και κινήσεις από άλλες πολεμικές τέχνες. Το ανέπτυξε ο Mestre Bimba όταν το 1932 άνοιξε την πρώτη ακαδημία. Θεωρείται πιο φτωχό σε ρυθμούς, αλλά πολύ πιο πλούσιο σε ποικιλία κινήσεων οπότε πιο θεαματικό.
Το παραδοσιακό στυλ είναι αυτό που ονομάστηκε κατόπιν αγκολέζικο για να ξεχωρίσει από το regional και κατά κάποιο τρόπο το καθιέρωσε ο Mestre Παστίνα. Παρόλο που έχει λιγότερες κινήσεις και είναι λιγότερο θεαματικό έχει πολύ πλούσια και δυναμική εσωτερική δομή που οφείλεται στους μουσικούς ρυθμούς του και την ανάπτυξη του χρόνου παιξίματός του.
Από το 1972 ανακηρύχθηκε εθνικό σπορ της Βραζιλίας. Όσο περνούν τα χρόνια, οι αναφορές των Mestre σχετικά με την εξέλιξη της Καποέϊρα φανερώνουν μια πικρία. Ισχυρίζονται ότι οι παλιές μέρες που φεύγουν, παίρνουν μαζί τους και την αξία της Καποέϊρα. Εκτός από τους ρυθμούς και την ικανότητα στην μουσική, τις τεχνικές δεξιότητες επιπλέον αναφέρονται και στην εσωτερική της αξία που την κρατούσαν ψηλά επάξια κάποιοι παλιοί καποερίστα.
Οι παλιοί Mestre, στο περιθώριο της έννομης τάξης είχαν πολύ ανεπτυγμένη την περηφάνια, την αξιοπρέπεια αλλά και μια λαϊκή σεμνότητα, είχαν έμφυτο τον ρυθμό, είχαν θάρρος και πάθος για την ελευθερία και ανεπτυγμένα αισθήματα αλληλεγγύης και προστασίας των αδύναμων και αδικημένων. Με δυνάμεις σχεδόν υπερφυσικές παρόλο το προχωρημένο της ηλικίας και με μια μουσική παράδοση βαθιά ριζωμένη στην Αφρική. Είχαν επίσης και την έμφυτη αντιπάθεια σε κάθε είδους καταπίεση και εξουσία. Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν αρχίζει να χάνεται μαζί με τους παλιούς Mestre που σιγά - σιγά φεύγουν.
Είναι πιθανό όταν μια τέχνη περνά από ένα μικρό πλήθος ανθρώπων που μάλιστα είναι αρκετά ομοιογενές στο ευρύτερο κοινό, η ομοιογένεια να χαθεί και το ιδιαίτερο ύφος που έχουν οι άνθρωποι που την εξασκούσαν να αρχίσει να σπανίζει. Αντίστοιχα θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι εύκολο να βρεθούν αυθεντικοί ρεμπέτες σήμερα.
Αλλά οι παλιοί λένε ότι χάνεται κάτι ακόμη και αυτό είναι η mandinga, η μαγεία της. Είναι αυτονόητο ότι δοξασίες, θρύλοι, θρησκευτικές αντιλήψεις συνδέθηκαν με την Καποέϊρα. Φανταστικές ιστορίες, διηγήσεις μαγείας και δύναμης, αλλά και πράξεις στο όριο του φανταστικού ακουγόντουσαν δίπλα στις φωτιές τα σκοτεινά βράδια στα quilombos. Οι σκλάβοι από την Αγκόλα φέρνανε μαζί τους και τις τελετές τους, τις πεποιθήσεις τους. Για πολλούς Mestre πιστευόταν ότι η δύναμή τους ήταν μαγική, κι ότι οφείλονταν στην προσευχή ή τα φυλαχτά τους. Ένας ολόκληρος πολιτισμός σχετικός με την πίστη στον πνευματικό κόσμο μεταφέρθηκε με τους σκλάβους από την Αφρική και όπως είναι φυσικό όλη αυτή η πίστη επηρέασε και το Καποέϊρα.
Αλλά αυτό που ιδιαίτερα σήμερα έχει παραμείνει στην Καποέϊρα, δεν είναι τόσο μια κάποια θρησκευτική διάσταση που κάποιοι Mestre παλιότερα μπορεί να τόνιζαν, αλλά εκείνο το πνευματικό νήμα που συνδέει τον ασκούμενο με τις βαθύτερες αξίες που συνδέθηκαν από παλιά με την τέχνη αυτή.
Βέβαια όταν κάποια πράγματα χάνονται πάντα κερδίζονται κάποια άλλα. Αν λοιπόν είναι αλήθεια ότι ισχυρίζονται κάποιοι παλιοί Mestre για τον εκφυλισμό της τέχνης, από την άλλη είναι αλήθεια ότι το Καποέϊρα έχει ταξιδέψει και έχει γίνει αγαπητό σε όλο τον κόσμο. Αγαπήθηκε για το συλλογικό του πνεύμα, το πάθος για την ελευθερία, τη θεραπευτική του δράση όσο κι αν αυτή δεν είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη, αλλά κυρίως γιατί είναι μια πολεμική τέχνη γεννημένη από τη μαύρη φυλή που συνδυάζει άψογα τον ρυθμό, τη μουσική, το χορό, την πολεμική τεχνική και το μαχητικό πνεύμα.
Ακόμη και σήμερα, όποιος «έχει την ευκαιρία να συναντήσει βραζιλιάνους να ασκούν την Καποέϊρα θα δει πως έχουνε μια άμεση σχέση με τη Γη μια και οι περισσότερες από τις φιγούρες τους κρατούν ενωμένους μαζί της, είτε ακουμπώντας τα πόδια είτε τα χέρια, διατηρώντας σχεδόν πάντα αυτή την ενεργειακή επαφή. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι πως σε οποιαδήποτε στιγμή εξασκείται η τέχνης της Καποέϊρα, ο ασκούμενος τους πάντα υποκλίνεται προς το έδαφος δείχνοντας απόλυτο σεβασμό στον τόπο, και τις δυνάμεις του χώρου. Ενώνεται με την γη μέσα από την καρδιά του κι ότι αυτή περικλείει».
Όταν κάποιος εξασκείται στην Καποέϊρα, συνδέεται με το πνευματικό ρεύμα που έχει τις ρίζες του στην Αφρική, ακόμη κι αν είναι λευκός ακόμη κι αν ζει αλλού, επειδή η ίδια η τέχνη, η φιλοσοφία και η παράδοσή της, προέρχονται από την Αφρική.
Με τρόπο παλλόμενο το Καποέϊρα καλλιεργεί και διοχετεύει την επιθετικότητα σε θεμιτά κανάλια εξαλείφοντας έτσι τη βιαιότητα. Όπως άλλωστε οφείλει να κάνει κάθε πολεμική τέχνη.
Πηγή: e-zine.gr