Οι μύθος του Άγιου Δισκοπότηρου και η Αναζήτησή του από τους Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας του Αρθούρου επιδρά άμεσα στις ανθρώπινες ευαίσθητες χορδές, ζωντανεύοντας στη συνείδηση τα ανώτερα ιδανικά των Ιπποτών. Μεταμορφωνόμαστε σε έναν ιππότη που αναλαμβάνει την Περιπέτεια της Αναζήτησης του Δισκοπότηρου μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό, και γινόμαστε ικανοί να λειτουργήσουμε στο χώρο σαν μια αληθινά συνειδητή οντότητα. Γινόμαστε ο Τέλειος Ιππότης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για μια όσο το δυνατόν πληρέστερη ανάλυση του θέματος, η διάλεξη χωρίστηκε σε δύο μέρη. Στο πρώτο καλύπτεται το ιστορικό του μύθου, ενώ στο δεύτερο αναπτύσσεται η συμβολική του όψη.
Κατά το πρώτο μέρος παρατίθεται ο μύθος και δίνεται η σημασία του για τον άνθρωπο, εξηγείται ακόμη το πώς δημιουργήθηκε η ανάγκη ύπαρξής του και πώς μπορεί να επιδράσει στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Επίσης, περιλαμβάνονται συνδυασμένα και τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα που αφορούν τα πρόσωπα του μύθου.
Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται μια διείσδυση στα πλούσια νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις και τα σύμβολα, καθώς τραβώντας το πέπλο του μύθου, αποκαλύπτονται τα αιώνια αρχέτυπα που τον δημιούργησαν.
Ο κύκλος των μύθων αυτών περιλαμβάνει αμέτρητες ιστορίες και θα ήταν δύσκολο, αν όχι ανεφάρμοστο, να αναφερθούμε λεπτομερειακά σε όλες, πόσο μάλλον και σε όλες τις αποδόσεις που υπάρχουν.
΄Ενας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μύθου είναι ο βασιλιάς Αρθούρος. Υπήρξε, όμως, άραγε σαν ιστορικό πρόσωπο; Μέχρι τώρα δεν έχει δοθεί συγκεκριμένη απάντηση. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Αρθούρος ήταν ένας από τους μεγάλους αρχηγούς των Κελτών και γιος του Πέντραγκον, αρχιστράτηγου των Βρετανών. Το 516 μ.Χ. διαδέχτηκε τον πατέρα του στο αξίωμα του στρατηγού και επιτέλεσε τις ηρωικές εκείνες πράξεις εναντίον των Σαξόνων, των Σκώτων και των Πικτών, οι οποίες απέδωσαν μεγάλη φήμη σε αυτόν και στους Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας. Σύμφωνα με μια παράδοση, σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να καταστείλει μια εξέγερση. Στην «Ιστορία των Βρεττόνων», του Ουαλού συγγραφέα Νένιου, ο οποίος έζησε στις αρχές του 9ου αιώνα, ο Αρθούρος αναφέρεται σαν Dux Bellorum και σαν ένας στρατιωτικός ηγέτης πoυ διεξήγαγε 12 μάχες εναντίον των εισβολέων Σαξόνων. Αλλά ο κληρικός και ιστορικός του 6ου αιώνα Γίλδας δεν κάνει καθόλου μνεία του ονόματος του Αρθούρου.
Ωστόσο, ο μύθος εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και δημιουργήθηκαν διάφορες αποδόσεις. Το μεγαλύτερο μέρος των διηγήσεων αυτών εμφανίζεται ανάμεσα στο 1170 και το 1220. Χώρες προέλευσής τους είναι η Γαλλία και η Γερμανία, από όπου εξαπλώθηκαν στην Αγγλία, Ουαλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία. Το 12ο αιώνα εμφανίζονται διάφορες παραδόσεις σε γραπτά κείμενα για τον Αρθούρο. Μία από αυτές περιλαμβάνεται στην ψευτο-ιστορία του «Βασίλειου των Βρεττανών», (1136), που είναι γραμμένη από τον Τζόφρεϊ του Μονμάουθ. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι απλά μετέφερε στην αγγλική γλώσσα ένα «πολύ αρχαίο βιβλίο» γραμμένο στην κελτική. Η ύπαρξη του βιβλίου αυτού αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, ενώ άλλοι το αποδέχτηκαν σαν ιστορικά αξιόπιστο κείμενο. Μία από τις κύριες παραδόσεις υιοθετήθηκε και αποδόθηκε από το Γάλλο συγγραφέα Κρετιέν ντε Τρουά, που γεννήθηκε στην Καμπανία τον 12ο αιώνα. Σημαντικότερο από τα έργα του είναι το «Πέρσιβαλ», ή «Ο Κόμης του Δισκοπότηρου». Η επίδραση του Κρετιέν ντε Τρουά υπήρξε σημαντικότατη και πολλά κατοπινά έργα βασίστηκαν σε αυτόν.
Μια άλλη απόδοση, στην οποία βασίστηκαν αργότερα αρκετοί συγγραφείς, είναι του Βαυαρού τροβαδούρου Βόλφραμ φον ΄Εσενμπαχ. Θεωρείται ότι περιέχει την σπουδαιότερη ιστορία σχετικά με το Δισκοπότηρο. Το βιβλίο του «Πέρσιβαλ» ενέπνευσε στο Ριχάρδο Βάγκνερ την ομώνυμη όπερά του. Η ομορφιά και η μαγεία της μουσικής έκαναν την ιστορία παγκόσμια γνωστή. Ο ΄Εσενμπαχ γράφει ότι δεν επινόησε το μύθο αυτό από το μυαλό του, αλλά ότι τον έμαθε από έναν τροβαδούρο στην Προβηγκία, ο οποίος με τη σειρά του είχε πληροφορηθεί την ιστορία του στο Τολέδο, «σε μια βάρβαρη ειδωλολατρική γλώσσα».
Τον 15ο αιώνα εμφανίστηκε το έργο «Ο Θάνατος του Αρθούρου», του Τόμας Μάλορι. Επίσης, ο Μίλτον ετοίμαζε ένα έπος για την ιστορία του Αρθούρου, πριν αφοσιωθεί στη σύνθεση του «Απολεσθέντα Παράδεισου». Η πιο γνωστή προσπάθεια της σύγχρονης εποχής για μια νέα απόδοση του θρύλου στην Αγγλία, είναι «Τα Ειδύλλια του Βασιλιά», του Τένισον. Αν και βασίζονται στο έργο του Μάλορι, είναι πλασμένα με μεγαλύτερη ελευθερία και φαντασία.
Θα μπορούσε τώρα εύλογα να ρωτήσει κανείς: Για ποιο λόγο γίνεται αυτή η προσπάθεια λεπτομερούς ανάλυσης και συμβολικής μελέτης; Γιατί στρεφόμαστε σε αυτόν ειδικά τον κύκλο μύθων;
Ο κύκλος των μύθων του Αρθούρου και της Στρογγυλής Τράπεζας, μαζί με την ιστορία της Αναζήτησης του Άγιου Δισκοπότηρου, συνδέονται στενά με το σύγχρονο Καββαλιστικό σύστημα. Ένα μεγάλο μέρος του χρησιμοποιεί τα Θεία Αρχέτυπα της Στρογγυλής Τράπεζας και του Δισκοπότηρου, καθώς και το ιδανικό της Ύψιστης Αναζήτησης. Μπορεί να πει κανείς ότι αποτελούν ένα είδος μαντάλα, που βρίσκει μια εσωτερική ανταπόκριση στα βάθη του ανθρώπινου είναι και φτάνει στο σημείο να αφυπνίζει ιδιότητες και καταστάσεις που ανήκουν στις ανώτερες σφαίρες, με έναν ανώδυνο και ισορροπημένο τρόπο. Αυτά τα αρχέτυπα έχουν ενεργοποιηθεί και φορτιστεί τόσο ισχυρά μέσα από το πέρασμα των αιώνων, ώστε επιδρούν άμεσα στις ανθρώπινες ευαίσθητες χορδές, ζωντανεύουν στη συνείδηση τα ανώτερα ιδανικά των Ιπποτών, μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο σε έναν ιππότη που ξεκινάει ο ίδιος για την αναζήτηση και ενώνει όλα τα τμήματα του εαυτού του γύρω από τη δική του Στρογγυλή Τράπεζα. Γίνεται ένας γενναίος ιππότης, που μπαίνει στην υπηρεσία της Θείας αγαπημένης του, της Ψυχής του, και για χάρη της αναλαμβάνει τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες περιπέτειες. Γίνεται τελικά αυτός που αναλαμβάνει την Περιπέτεια της Αναζήτησης του Δισκοπότηρου μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, και αυτή η Αναζήτηση θα επισφραγίσει τον ανοδικό του δρόμο και θα τον οδηγήσει στο Κάστρο, καθιστώντας τον ικανό να θεραπεύσει το Βασιλιά-Ψαρά. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ικανός να λειτουργήσει στο χώρο σαν μια αληθινά συνειδητή οντότητα. Γίνεται ο Τέλειος Ιππότης. Αυτός που κυριαρχεί στα ανώτερα συνειδησιακά επίπεδα και εκφράζει τη θεία φύση του στα κατώτερα: είναι η μικρογραφία του Θείου Όνειρου μιας ενωμένης ανθρωπότητας, σε πλήρη ταύτιση με όλα της τα μέρη γύρω από τη Στρογγυλή Τράπεζα. Καθίσταται ένας από τους πανανθρώπινους Ιππότες που αποδύονται στην Αναζήτηση του Παγκόσμιου Δισκοπότηρου, εκείνου που θα επιφέρει τη συνειδησιακή αλλαγή σε ολόκληρο τον πλανήτη μας.
Η Αδελφότητα της Στρογγυλής Τράπεζας και η Ύψιστη Περιπέτεια
Το Δισκοπότηρο της Ανθρωπότητας
Μέσα στην παγκόσμια μυθολογία, εντελώς ξεχωριστή θέση κατέχουν οι μύθοι που αναπτύχθηκαν κατά το Μεσαίωνα στην Ευρώπη και που αναφέρονται στο Άγιο Δισκοπότηρο και στην Αναζήτησή του από τους Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας του Αρθούρου. Οι λόγοι για τους οποίους αυτός ο θρύλος κατατάσσεται μεταξύ των επικών αριστουργημάτων, είναι πολλοί. Οι ήρωές του έχουν εμπνεύσει θεατρικά έργα, ζωγραφικούς πίνακες και όπερες. Η επίδρασή του έφτασε ως τις μέρες μας, δίνοντας ερέθισμα σε σκηνοθέτες κινηματογράφου και συνθέτες σύγχρονης μουσικής. Η ψυχολόγος ΄Εμα Γιουνγκ, ασχολήθηκε με τη συγγραφή ενός έργου για τους μύθους του Αρθούρου, ερμηνεύοντάς τους ψυχολογικά. Οι μύθοι αυτοί διεισδύουν βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή και σιγοψιθυρίζουν σε κάθε ευαίσθητο αυτί αιώνιες αλήθειες και ανώτερα ιδανικά. Αποτελούν συμβολική αναπαράσταση κάποιας ατραπού, ενός Δρόμου που ανάμεσα από αμέτρητες δοκιμασίες οδηγεί στην Αποκάλυψη του Δισκοπότηρου, δηλαδή στη γνωριμία με τον αληθινό μας εαυτό, έτσι όπως ποτέ δεν τον γνωρίσαμε.
Αυτή ακριβώς η διεισδυτική ικανότητα των μύθων του Αρθούρου και των Ιπποτών του, τους τοποθέτησε ανάμεσα στα βασικότερα στοιχεία της Δυτικής Μυστηριακής Παράδοσης. Με τον όρο αυτό, εννοούμε την «εσωτερική αποκρυφιστική σοφία που αναπτύχθηκε μέσα από το πέρασμα των αιώνων στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο». Οι συμβολικές περιγραφές που χρησιμοποιούνται στους μύθους, είναι βγαλμένες απευθείας μέσα από την καρδιά της Παράδοσης αυτής, δηλαδή την Καββάλα, την Αλχημεία, το Νεοπλατωνισμό, την εσωτερική χριστιανική διδασκαλία και τον Κελτικό μυστικισμό. Για το λόγο αυτό, οι μύθοι που περιστρέφονται γύρω από το Δισκοπότηρο δεν είναι τυχαίοι, πλάσματα της φαντασίας και μόνο. Το Δισκοπότηρο και η Στρογγυλή Τράπεζα είναι ζωντανά σπέρματα αλήθειας, που μπορούν να γονιμοποιήσουν κάθε κατάλληλα προετοιμασμένο ανθρώπινου νου και εκεί να καρποφορήσουν με καρπούς αφάνταστα πλούσιους.
Την εποχή του Μεσαίωνα, ένα μέρος του έργου της εξάπλωσης της Δυτικής Παράδοσης είχε αναληφθεί από τους περίφημους τροβαδούρους και νωρίτερα από τους Κέλτες βάρδους. Ανάμεσα στις ιστορίες αγάπης και τα ιπποτικά κατορθώματα που τραγουδούσαν, υπήρχαν αυθεντικά αποσπάσματα της διδασκαλίας αυτής. Ήταν μια αρκετά δύσκολη τέχνη και γεννήθηκε μέσα από τις ανάγκες της εποχής, εξαιτίας της απάνθρωπης λογοκρισίας της Ιερής Εξέτασης. Ήταν μια τέχνη που δημιουργήθηκε από γνώστες της εσωτερικής σοφίας και υπήρχαν σοβαρές σχολές για την εκμάθησή της. Σε αυτές τις σχολές η μουσική παιδεία βάδιζε χέρι-χέρι με τα πνευματικά ιδεώδη. Οι περιπλανήσεις των τροβαδούρων από αυλή σε αυλή κι από πύργο σε πύργο, από άκρη σε άκρη της Ευρώπης, ήταν ένας ιδανικός τρόπος για τη μετάδοση της Δυτικής Παράδοσης, σε μια εποχή που τα μέσα επικοινωνίας ήταν πρωτόγονα. Σύντομα, όμως, εμφανίστηκαν μιμητές που στερούνταν εσωτερικής παιδείας και ήταν απλοί τραγουδιστές. ΄Ετσι άρχισαν να κυκλοφορούν παραποιημένα τα συμβολικά τραγούδια και δημιουργήθηκαν ποικίλες αναπτύξεις των θεμάτων. Για αυτό και σήμερα υπάρχουν πολλές αποδόσεις όλων των μύθων της μεσαιωνικής Ευρώπης και, κατά συνέπεια, και του κύκλου του Αρθούρου. Στην εξιστόρηση των μύθων θα αναφέρουμε τις βασικότερες εκδοχές που πλάστηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην εσωτερική σημασία των μύθων. Προηγούμενα αναφέραμε ότι αυτοί οι μύθοι έχουν μια διεισδυτική ικανότητα και μπορούν να οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση μεγάλων αληθειών, καθώς επίσης και στη συνειδητοποίηση του ίδιου μας του εαυτού. Ο σύγχρονος νους δε δέχεται πρόθυμα τις φανταστικές ιστορίες, όσο όμορφες και αν είναι, προτιμά το χειροπιαστό, το αντικειμενικό. Και όμως, ακριβώς μία από τις αρχές της σύγχρονης ψυχολογίας μας λέει ότι αυτό που έχουμε απωθήσει βαθιά στο υποσυνείδητό μας, ασκεί πάνω μας μια περίεργη γοητεία. Και η σύγχρονη κοινωνία έχει απωθήσει λίγο-πολύ τη λειτουργία της φαντασίας. Από τα παιδικά μας χρόνια μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε με μια στείρα λογική και έτσι ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξής μας ατροφεί. Για αυτό ακριβώς το λόγο σήμερα, που όλα μετρούνται με αριθμούς και τα πάντα υπολογίζονται με βάση την ψυχρή λογική, ο μύθος ασκεί μια ακατανίκητη έλξη και γοητεία στο υποσυνείδητο του σύγχρονου ανθρώπου. Στην ουσία, αποτελεί αναγκαίο εξισορροπητικό στοιχείο μέσα στην τεχνοκρατική κοινωνία μας, είναι μια ψυχολογική βαλβίδα ασφάλειας, που εξασφαλίζει τη μερική λησμονιά της καθημερινής ρουτίνας και των προβλημάτων της. Για τον πρωτόγονο ο μύθος δεν ασκεί την ίδια γοητεία που του ασκεί ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση, για τον πρωτόγονο οι θεοί και τα στοιχεία της φύσης είναι η καθημερινότητα, ενώ η τηλεόραση είναι ο μύθος. Σε εμάς, τις υπάρξεις του 20ου αιώνα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Υπάρχουν, πάντως, μύθοι που δεν είναι κατασκευάσματα της τεχνοκρατικής εποχής μας, αλλά φορείς υψηλών αληθειών. Ο Ηρακλής, ο Αρθούρος, ο Αρτζούνα, ο Όσιρις και ο Ορφέας, είναι ζωντανοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται πλούσιες ιδέες. Αν υπήρξαν σαν ιστορικά πρόσωπα, πρέπει να ήταν ενσαρκωτές των πνευματικών αρχών πάνω στη Γη -ένα λειτούργημα που εκτέλεσε και ο ίδιος ο Χριστός, αν και σε μια πολύ υψηλή κλίμακα.
Οι μύθοι που τους αφορούν είναι σοφά πλασμένοι και, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα αρχέτυπα με τους ανάλογους συμβολισμούς τους, οδηγούν σε ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις. Από τις εργασίες των ψυχολόγων, και κυρίως του Γιουνγκ, μας είναι γνωστό ότι τα αρχέτυπα διαδραματίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας, υλική και διανοητική κατά κάποιο τρόπο, είναι οι πηγές της ψυχικής μας ενέργειας, αυτή πηγάζει από τα βάθη του ασυνείδητού μας και όταν φτάνει στο συνειδητό, είτε σπαταλιέται στην καθημερινότητα, είτε γίνεται δημιουργική δύναμη. Η δημιουργική διοχέτευση της ψυχικής ενέργειας είναι πολύ δύσκολο έργο και προϋποθέτει τη χρήση κατάλληλων συμβόλων ή εικόνων που να χρησιμεύουν σαν ένα είδος αγωγού της. Αυτά τα σύμβολα ήδη περιέχονται στο ομαδικό ασυνείδητο της ανθρώπινης φυλής και το μόνο που απομένει να γίνει είναι η προσωπική, η ατομική προσέγγισή τους. Τέτοια σύμβολα είναι οι λεγόμενες «μαντάλα» -σχήματα γεωμετρικά, όπως ο κύκλος και το τετράγωνο, ή πιο περίπλοκα, όπως το Δέντρο της Ζωής. Ο Γιουνγκ θεωρεί τις μαντάλα σύμβολα υπερβατικότητας και τις διαχωρίζει από τα κοινά σύμβολα, επειδή πιστεύει ότι επιτρέπουν στον άνθρωπο να φτάσει στο ανώτερο σημείο της πνευματικής του τελειότητας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ορισμένοι μύθοι έχουν την ικανότητα να διεισδύουν στα πιο βαθιά στρώματα του εσωτερικού μας εαυτού και να απελευθερώνουν δυναμικά την ψυχική ενέργεια που περικλείεται στα αρχέτυπα. Αυτό φυσικά δεν είναι δυνατό να γίνει με την απλή ανάγνωση ενός μύθου, απαιτούνται πολύ πιο σύνθετες διαδικασίες, όπου συμμετέχουν κι άλλες όψεις της ύπαρξής μας, χάρη στην επενέργεια και άλλων παραγόντων, αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με ένα κατάλληλο μύθο, αποτελούσαν τον πυρήνα των μυητικών διαδικασιών που εφαρμόζονταν στην αρχαιότητα. Οι λεγόμενες μυήσεις στα Αρχαία Μυστήρια περιείχαν ανθρωπομορφικές αναπαραστάσεις της λειτουργίας του πνευματικού κόσμου και των νόμων του. Συνέπαιρναν τη φαντασία του εκστασιασμένου μυούμενου και τον βοηθούσαν να απαλλαγεί από τις ατέλειες και τις δυσαρμονίες του γήινου εαυτού του. Κάτω από το φως της πανσελήνου και το χαιρετισμό των σπινθηροβόλων αστεριών, είτε μέσα στις γαλήνιες ερήμους της Αιγύπτου, είτε μέσα στην αρμονία και τη γλυκύτητα του ελληνικού τοπίου, είτε περιτριγυρισμένος από τους επιβλητικούς ιερούς ογκόλιθους της Βρετανίας, ο μυούμενος έβλεπε μέσα του να ζωντανεύουν ο Όσιρις, ο Ορφέας ή ο Οντίν. Η θυσία του Ορφέα αποκτούσε τότε άλλο νόημα για αυτόν και αναγνώριζε στο πρόσωπο του ήρωα λειτουργίες του ίδιου του εαυτού του. Γινόταν γνώστης και κυβερνήτης της ύπαρξής του κι όταν ξαναγύριζε στον καθημερινό κόσμο, είχε μια αίσθηση ευθύνης και μια φλόγα δημιουργικότητας.
Αυτή είναι η ουσιαστική αξία των μύθων: ένα μέσο γνώσης του εαυτού μας. Όπως εξηγήσαμε και πιο πριν, επειδή τα αρχέτυπα συνδέουν το άτομο με το συλλογικό ασυνείδητο, δηλαδή με τις εμπειρίες που δοκίμασε και τις γνώσεις που απέκτησε η ανθρώπινη φυλή από την εποχή της δημιουργίας της, είναι τεράστια θησαυροφυλάκια εμπειριών και γνώσεων. Η δημιουργική χρήση τους εξαρτάται από τα ιδανικά κάθε ανθρώπου. Το άτομο μπορεί, αν θέλει, να επιφέρει αλλαγές στην κατώτερη προσωπικότητά του, μέθοδο που χρησιμοποιεί ο εσωτερισμός για να δημιουργήσει μια εσωτερική αρμονία στο άτομο. Ένας μύθος π.χ. μπορεί να προκαλέσει την ανάδυση μιας απωθημένης όψης του εαυτού μας και κάποιος άλλος τη δραστηριοποίηση μιας συγκεκριμένης ικανότητας. Τι συμβαίνει, όμως, όταν είμαστε αντιμέτωποι με έναν ολοκληρωμένο κύκλο μύθων που περιλαμβάνει μια σειρά συμβόλων, σοφά ταξινομημένων; Τότε τα αποτελέσματα είναι πιο πλατιά και επιδρούν πάνω σε ολόκληρο τον ψυχολογικό μηχανισμό του ανθρώπου. Μέσα από την εξελικτική πορεία της αφήγησης του μύθου, το άτομο οδηγείται σε μια ολοκλήρωση του εαυτού του. Σε τέτοιους κύκλους μύθων το τελικό αποτέλεσμα παριστάνεται είτε με την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος, είτε με την ανάληψη του Ηρακλή στον Όλυμπο, είτε με την εύρεση του Άγιου Δισκοπότηρου.
Ειδικά στον κύκλο του Αρθούρου έχουμε μια πολύ σαφή παρουσίαση των συμβόλων. Προτού, όμως, φτάσουμε στο σημείο να ερμηνεύσουμε το εσωτερικό νόημα των μύθων θα πρέπει να τους αφηγηθούμε, μια και είναι σχεδόν άγνωστοι στο χώρο μας.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο κύκλος των μύθων της Στρογγυλής Τράπεζας, αν και στο σύνολό του εκτυλίσσεται στη Μεσαιωνική Ευρώπη, ωστόσο έχει τις ρίζες του σε έναν πολύ πιο μακρινό παρελθόν, στους προπάτορες του ανθρώπινου γένους, τον Αδάμ και την Εύα. Ο μύθος ουσιαστικά αρχίζει από τη στιγμή που η Εύα κόβει τον απαγορευμένο καρπό. Χωρίς να το καταλάβει, μαζί με τον καρπό κόβει και ένα κλαδάκι από το Δέντρο της Γνώσης του καλού και του κακού, ένα κλαδάκι που ασυναίσθητα κρατάει στο χέρι της όταν απομακρύνεται με το σύντροφό της από τον Παράδεισο. ΄Οταν διαπιστώνει την ύπαρξη του κλαδιού, συνειδητοποιώντας ότι αυτό αποτελεί το μοναδικό τους ενθύμιο από τον Παράδεισο, το φυτεύει, για να συμβολίζει την προσπάθεια του ανθρώπου να ξαναβρεί το δρόμο της επιστροφής. Από αυτό το κλαδάκι φυτρώνει ένα ολόλευκο δέντρο, κάτω από το οποίο μάλιστα ενώνονται για πρώτη φορά οι πρωτόπλαστοι, για να γεννηθεί ο Άβελ, σύμφωνα με την εντολή που τους είχε δώσει ο Θεός. Με την πραγματοποίηση αυτής της ένωσης, το λευκό δέντρο γίνεται πράσινο, συμβολίζοντας έτσι τη γείωση της αγνής θεϊκής δύναμης. Το δέντρο αποδεικνύεται πολύ καρποφόρο και αρχίζει να βλασταίνει όλη η πλάση. Αργότερα, όμως, κάτω από το ίδιο δέντρο φονεύεται ο Άβελ και το αίμα που χύνεται, αλλάζει το χρώμα του δέντρου και το κάνει κόκκινο και στείρο.
O μύθος συνεχίζεται με το σοφό γιο του Δαβίδ, το Σολομώντα. Μια μέρα, ενώ στέκει θλιμμένος, ακούει μια εσωτερική φωνή να του λέει πως δεν πρέπει να νιώθει λύπη, γιατί από τη γενιά του, ύστερα από πολλούς-πολλούς αιώνες, θα γεννηθεί μια αγνή γυναίκα που με τη σειρά της θα φέρει στον κόσμο τον αγνότερο και γενναιότερο πολεμιστή που υπήρξε ποτέ. Ο Σολομώντας, θέλοντας να αφήσει σε εκείνον τον απόγονό του ένα σημάδι που να φανερώνει ότι γνώριζε από τότε το μελλοντικό ερχομό του, κατασκευάζει ένα καράβι από άφθαρτο ξύλο. Μέσα στο καράβι βάζει ένα κρεβάτι και στα πόδια του κρεβατιού τοποθετεί το πατρικό του ξίφος, το ξίφος του Δαβίδ. Η βασίλισσα, νιώθοντας ότι το ξίφος δεν αρκεί, διατάζει να κόψουν τρία κλαριά, που τα τοποθετεί σε σχήμα Π πάνω στο κρεβάτι. Αυτά τα τρία κλαριά κόβονται από τα τρία ιερά Δέντρα: ένα κλαδί από το κόκκινο, ένα από το πράσινο και ένα από το λευκό. Το δώρο του απόγονού τους είναι έτοιμο και το μόνο που λείπει είναι η θεϊκή επιβεβαίωση, που έρχεται λίγες μέρες αργότερα: ο Σολομώντας βρίσκει μια θεϊκά φανερωμένη επιγραφή πάνω στο πλοίο να λέει ότι «Όποιος νοιώθει ανάξιος, δεν πρέπει να ανέβει στο καράβι και κανείς δεν πρέπει να πιάσει το ξίφος ή να ξαπλώσει στο κρεβάτι, αν δεν είναι ο πιο αγνός πολεμιστής του κόσμου».
Το πλοίο αυτό θα παρουσιαστεί ξανά ύστερα από χιλιάδες χρόνια σε έναν από τους Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας.
Αυτός ο μύθος δεν είναι παρά μια εισαγωγή στο κύριο σώμα των μύθων του Δισκοπότηρου. Η εσωτερική παράδοση αναφέρει ότι το Δισκοπότηρο στην πραγματικότητα αποτελείται από μια σειρά αντικείμενων, κυριότερα από τα οποία είναι το Κύπελλο του Κρασιού και το Δισκίο του Ψωμιού, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο Μυστικό Δείπνο, καθώς και η Λόγχη, με την οποία τρυπήθηκε το πλευρό του Χριστού. Επίσης, αναφέρεται ότι το Δισκοπότηρο λειτουργεί σε τρία επίπεδα. Το ψηλότερο από όλα είναι το Κοσμικό Δισκοπότηρο, που βρίσκεται κάτω από τη φύλαξη ενός Αρχάγγελου, αντιστοιχεί στο σύμπαν και στην ύψιστη πνευματική όψη του ανθρώπου, δηλαδή στο θείο Σπινθήρα που βρίσκεται μέσα του. Το δεύτερο Δισκοπότηρο είναι το Κύπελλο του Μυστικού Δείπνου, που αντιστοιχεί στον Ανώτερο Εαυτό του ανθρώπου, στην ψυχή ή το ταυτό. Τούτο είναι το Δισκοπότηρο της Αναζήτησης. Το τρίτο Δισκοπότηρο είναι εκείνο που υπήρχε στη Στρογγυλή Τράπεζα των Ιπποτών και συμβόλιζε την αντανάκλαση των πιο πάνω, δηλαδή συμβόλιζε την προσωπικότητα του ανθρώπου, το γήινο εαυτό.
Μετά το Μυστικό Δείπνο και τη μετάληψη του σώματος και του αίματος του Θεού από το Κύπελλο του Κρασιού και το Δισκίο του Ψωμιού, οι δυο λέξεις ενωμένες σχηματίζουν τη λέξη Δισκοπότηρο, ο Ιούδας παίρνει το Κύπελλο και το παραδίδει στον Πιλάτο, επειδή φοβόταν να το κρατήσει μια και ήταν πολύ ισχυρό. Αλλά και στον Πιλάτο άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα εξαιτίας του Δισκοπότηρου, για αυτό, όταν έρχεται ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας να του ζητήσει το νεκρό σώμα του Χριστού, ο Πιλάτος του δίνει και το Δισκοπότηρο. Έτσι, το Δισκοπότηρο περιέρχεται για πρώτη φορά μετά το Μυστικό Δείπνο σε άξια χέρια και για αυτό ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας θεωρείται ο πρώτος Φύλακας του Δισκοπότηρου. Κατά την Αποκαθήλωση, ο Ιωσήφ χρησιμοποίησε το Δισκοπότηρο για να συγκεντρώσει το αίμα και το νερό που έτρεχε από το πλευρό του Χριστού, όταν τον τρύπησαν οι Ρωμαίοι για να δουν αν είχε πεθάνει. Λίγο αργότερα, ο Ιωσήφ, με προτροπή των Εβραίων, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ρωμαίους. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή, κατά μυστηριώδη τρόπο ανυψώνονται οι τέσσερις τοίχοι του κελιού και ο Ιωσήφ ελευθερώνεται. Επειδή οι Ρωμαίοι δεν έχουν καμιά ουσιαστική κατηγορία εναντίον του, δεν ασχολούνται μαζί του και έτσι αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι Εβραίοι να τον τιμωρήσουν. Τον κλείνουν λοιπόν σε έναν πύργο χωρίς παράθυρα, χωρίς πόρτες και τον αφήνουν δίχως τροφή και νερό. Σαράντα ολόκληρα χρόνια ζει εκεί, μας λέει ο μύθος, τρεφόμενος από την πνευματική Δύναμη του Δισκοπότηρου, το οποίο βρίσκεται πια μέσα στον ίδιο. Όταν αποφυλακίζεται με απόφαση του Βεσπασιανού, του δίνεται θεϊκή εντολή να πάρει το Κύπελο και τους άλλους θησαυρούς και να ταξιδέψει από την πνευματική Ανατολή στην υλιστική Δύση.
Με μια ακολουθία συγγενών και χριστιανών προσκυνητών (78 συνολικά άτομα) ο Ιωσήφ ξεκινάει το μακρινό και δύσκολο ταξίδι για τη Δύση. Αρχικά διασχίζουν μια ερημική περιοχή. Ο ίδιος και δυο συγγενείς του έχουν το δικαίωμα να τρέφονται από το Δισκοπότηρο. Οι υπόλοιποι, όμως, που είναι λιγότερο αγνοί και δεν τους επιτρέπεται να συμμετάσχουν σε αυτή τη θεία μετάληψη, υποφέρουν από πείνα. Ο Ιωσήφ συμβουλεύει τον Μπρονς (που είναι γαμπρός του) να πιάσει ένα ψάρι από το ποτάμι. Το ψάρι αυτό, σαν από θαύμα, αποδεικνύεται αρκετό για να χορτάσουν όλοι. Έτσι σχηματίζεται το δεύτερο αντίστοιχο της Στρογγυλής Τράπεζας, το πρώτο ήταν ο Χριστός και οι μαθητές του. Περνώντας την έρημο, στα σύνορα της Αιγύπτου, φτάνουν στην ειδωλολατρική πόλη Σαράς, την πόλη των Σαρακηνών, που είχαν βασιλιά τον Εβαλάχ. Εκείνη την περίοδο η Αίγυπτος πολιορκεί την πόλη. Ο Ιωσήφ κηρύσσει τη νέα θρησκεία και τους σώζει από την αιχμαλωσία. Από αυτό το λιμάνι ο Ιωσήφ και οι συγγενείς του, δηλαδή οι πνευματικά ισάξιοί του, παίρνουν τα άγια αντικείμενα και μεταφέρονται στη Δύση με έναν υπερφυσικό τρόπο, ταξιδεύουν πάνω στο μανδύα του γιου του Ιωσήφ, που απλώνεται στον αέρα και τους μεταφέρει δυτικά. Οι υπόλοιποι προσκυνητές ακολουθούν από τη θάλασσα. Πριν όμως ξεκινήσουν για αυτό το τελευταίο ταξίδι, ο Ιωσήφ χρίζει τον Μπρονς Φύλακα του Δισκοπότηρου και του μεταβιβάζει ορισμένες λέξεις, που του είχε πει ο Χριστός τον καιρό που βρισκόταν στη φυλακή και τις οποίες έπρεπε να γνωρίζει πάντα μόνο ένα πρόσωπο, ο εκάστοτε Φύλακας του Δισκοπότηρου. Επειδή ο Μπρονς ήταν εκείνος που προμήθευε το θαυματουργό ψάρι, ονομάστηκε Φύλακας-Ψαράς ή Βασιλιάς-Ψαράς, τίτλο που φέρουν και όλοι οι διάδοχοί του.
Σύμφωνα με τη θεϊκή εντολή, η ομάδα των προσκυνητών έπρεπε να φτάσει στο κέντρο της γης, στο νησί ΄Αβαλον. Για την ΄Αβαλον υπάρχουν διάφορες απόψεις. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την Αγγλία και άλλοι ότι πρόκειται για ένα νησάκι κοντά στη Βρετανία, ορισμένοι, όμως, την τοποθετούν σε κάποια άλλη διάσταση. Υπάρχει και η άποψη ότι το όνομα αυτό προέρχεται από τη λέξη ΄Αβαλαχ, την κελτική ονομασία του Άδη, ενώ άλλοι ταυτίζουν το νησί με το λόφο του Γκλαστόνμπερι, στη Νότιο Αγγλία. Πραγματικά, σε αυτό το λόφο φτάνει η συνοδεία του Δισκοπότηρου και εκεί δειπνούν για πρώτη φορά στη Δύση. Με αυτόν τον τρόπο περιγράφεται η πρώτη μυστηριακή επικοινωνία Ανατολής και Δύσης, η σύνδεση της υπερβατικής χριστιανικής θρησκείας με τις παγανιστικές και φυσιολατρικές θρησκείες της Δύσης. Ο μύθος συνεχίζοντας αναφέρει ότι κάποιος ντόπιος δρυίδης, προικισμένος με υπερφυσικές δυνάμεις, βλέπει τη συνοδεία του Ιωσήφ και εντυπωσιάζεται τόσο πολύ, ώστε καταγράφει το συμβάν στο μαγικό του βιβλίο. Μέσα στο χιονισμένο τοπίο μια ομάδα ανθρώπων κάθεται γύρω από ένα τραπέζι τόσο λαμπερό, που δεν μπορούν να το αντικρύσουν ανθρώπινα μάτια, στο κέντρο του υπάρχει ένα κύπελλο δύναμης, σκεπασμένο με ένα αραχνοΰφαντο κάλυμμα. Κάποιος από τη συνοδεία φέρνει ένα ψάρι και ακολουθεί ένας περίεργος γιορταστικός δείπνος, ο πιο παράξενος που είχε δει ποτέ του ο δρυίδης.
Αυτή η ομάδα των προσκυνητών θεωρείται η πρώτη χριστιανική ομάδα της Δύσης, από την οποία προήλθε η πρώτη Εκκλησία. Πραγματικά, ακόμη και σήμερα στο Γκλαστόνμπερι, υπάρχουν τα ερείπια μιας πανάρχαιας εκκλησίας αφιερωμένης στον Ιωσήφ και στην Παναγία. Αυτή η εκκλησία χτίστηκε γύρω στο 1100 πάνω στα ερείπια μιας αρχαιότερης ξύλινης, εκείνης που λέγεται ότι είχαν φτιάξει οι προσκυνητές με τα ίδια τους τα χέρια. Γύρω από αυτήν την εκκλησία υπάρχουν ορισμένα μυστήρια, τα οποία όμως θα μας απασχολήσουν στο δεύτερο μέρος. Σε αυτό το σημείο χάνονται και τα ίχνη του Δισκοπότηρου. Λέγεται ότι από τότε φυλάγεται σε ένα μυστηριώδες κάστρο, που την ακριβή του θέση κανένας δε γνωρίζει, ακόμη και για να πλησιάσει κανείς, πρέπει να είναι πολύ αγνός. Οι άνθρωποι της Δύσης δεν ήταν τότε έτοιμοι για ένα τόσο τολμηρό εγχείρημα. Αυτό το εγχείρημα αναλαμβάνει, ύστερα από αιώνες, η συντροφιά του Αρθούρου, οι Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας.
Ο Αρθούρος εμφανίζεται σε μια κρίσιμη φάση της ιστορίας των Βρετανών. Με την παρακμή της ρωμαϊκής δύναμης στη Βρετανία, εχθροί συρρέουν στη χώρα, ενώ αρκετές βρετανικές φυλές αρχίζουν πάλι να πολεμάνε μεταξύ τους. Τρομερότερος από τους εχθρούς αυτούς είναι οι Σάξονες, αυτοί που τελικά πέτυχαν να κατακτήσουν τη Βρετανία. Ο ολοκληρωτικός τους θρίαμβος, όμως, αναβάλλεται για πολλά χρόνια χάρη στην αντίσταση ενός ρωμαιοβρετανού αρχηγού, του Αρτόριους ή Αρθούρου, ο οποίος γνωρίζει καλά τη ρωμαϊκή στρατηγική και τους παλιούς ρωμαϊκούς δρόμους. Αυτή η γνώση είναι σπάνια για την εποχή του και οφείλεται κυρίως στην καταγωγή του, στις φλέβες του κυλάει και ρωμαϊκό αίμα.
Ο Αρθούρος σχηματίζει μια ομάδα έφιππων πολεμιστών, που μπορούν να κινηθούν γρήγορα στους παλιούς δρόμους και να επιτεθούν στους εχθρούς αιφνιδιαστικά. Οι αρχηγοί των έφιππων πολεμιστών του σχηματίζουν ένα είδος κεντρικού συμβούλιου και μέσω αυτής της Αδερφότητας οι προσπάθειές τους συντονίζονται και κατευθύνονται σύμφωνα με τη στρατηγική του Αρθούρου.
Οι Βρετανοί, λοιπόν, αποκρούουν τους εχθρούς τους έως ότου, σύμφωνα με το μύθο, ο Αρθούρος προδίδεται από τη βασίλισσά του και πολεμώντας ενάντια στον ανηψιό του, νικιέται και σκοτώνεται. Το σώμα του μεταφέρεται στο ΄Ινσβιτριν, που είναι το Γκλαστόνμπερι του Σόμερσετ, και θάβεται εκεί. Ας εξετάσουμε, όμως, πιο αναλυτικά την ιστορία του Αρθούρου, για να περάσουμε στη συνέχεια στα κατορθώματα των σημαντικότερων ιπποτών και στα άλλα ουσιαστικά στοιχεία του θρύλου, όπως είναι το Άγιο Δισκοπότηρο και η Στρογγυλή Τράπεζα.
Ο Αρθούρος, σύμφωνα με το μύθο, ήταν γιος της Υγιέρνης και του Άθερ Πέντραγκον, ενός Βρετανού ηγεμόνα. Η Υγιέρνη, από τον πρώτο της γάμο είχε αποκτήσει ήδη τέσσερα παιδιά, ανάμεσά τους ήταν και η Μοργκάνα, που αργότερα διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην όλη ιστορία. Οι γάμοι των γονιών του Αρθούρου συνάντησαν πολλές δυσκολίες, οι οποίες ξεπεράστηκαν χάρη στη μαγική δύναμη του Μέρλιν, ενός παράξενου προσώπου, που αξίζει να αναφέρουμε το ρόλο και την ιστορία του. Ο μύθος, λοιπόν, ιστορεί ότι οι σκοτεινές δυνάμεις του κακού θέλησαν να φέρουν στον κόσμο το σκοτεινό αντίστοιχο του Χριστού. Με αυτό το σκοπό, απομόνωσαν μια παρθένα, η οποία τελικά γέννησε ένα παιδί που ανήκε τόσο στον ανθρώπινο, όσο και στον αόρατο, στοιχειακό κόσμο. Η επιρροή, όμως, των αρνητικών στοιχειακών δυνάμεων πάνω στη μάνα και το παιδί χάθηκε, γιατί η γυναίκα βάφτισε το παιδί χριστιανό. Έτσι, εκείνο το πλάσμα που προοριζόταν να υπηρετήσει το σκοτάδι, στράφηκε τελειωτικά προς το φως. Σε αυτό το σημείο υπάρχουν πολλές διαφωνίες, καθώς μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Μέρλιν δεν μπόρεσε να αντισταθεί μέχρι τέλους στις δυνάμεις του κακού (που εκπροσωπούνταν από τη Μοργκάνα) και ενέδωσε σε αυτές, με αποτέλεσμα να χαθεί μέσα στο βασίλειο του σκότους. Άλλοι, όμως, υποστηρίζουν ότι ο Μέρλιν φανέρωσε στη Μοργκάνα μόνο όσα ήταν απαραίτητα να δοθούν προς τα έξω για την εκπλήρωση του Σχέδιου και ότι η αποχώρησή του από το υλικό πεδίο έγινε εκούσια και με πλήρη συνείδηση, όταν το έργο του σε αυτόν τον κόσμο είχε πια εκπληρωθεί. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο Μέρλιν φέρει μέσα του όλη τη σοφία του παρελθόντος, όλη τη γνώση του φυσικού πεδίου. Ο Μέρλιν είναι μάντης, δρυίδης, θεραπευτής, μάγος. Από ορισμένους ονομάζεται Αρχαίος, τίτλος που δίνεται σε Μύστες αρκετά υψηλού βαθμού. Στο μύθο, λοιπόν, βλέπουμε το Μέρλιν να βοηθάει τον ΄Αθερ Πέντραγκον, γιατί έχει το σκοπό του: υπόσχεται να τον βοηθήσει να παντρευτεί την Υγιέρνη, με τον όρο να του παραδώσει τον καρπό της ένωσή τους, δηλαδή το πρώτο τους παιδί. Όλοι κρατάνε την υπόσχεσή τους και το παιδί αυτό, ο Αρθούρος, μεγαλώνει μακριά από τους φυσικούς του γονείς, αγνοώντας την καταγωγή του. Περνά τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια κοντά στον ευγενή ηγεμόνα σερ Έκτορα, που είχε επιλεγεί από το Μέρλιν. Έτσι αποκτά όλη τη γνώση και μόρφωση των ευγενών της εποχής του, καθώς και τη γνώση του χειρισμού των όπλων. Ο σερ Έκτορας είχε κι ένα γιο λίγο μεγαλύτερο από τον Αρθούρο, το σερ Κέυ, αλλά μεγάλωσε και τα δύο παιδιά με την ίδια φροντίδα και αγάπη, παρόλο που προσωπικά αγνοούσε την αληθινή καταγωγή του θετού γιού του. Έτσι, όταν ο ΄Αθερ Πέντραγκον πεθαίνει δίχως να αφήσει απόγονους, ο θρόνος χηρεύει και αρχίζει μια διαμάχη ανάμεσα στους ισχυρότερους ηγεμόνες για τη διαδοχή στην εξουσία. Εμφανίζεται τότε (παραμονές Χριστουγέννων) στα περίχωρα του Λονδίνου ένα ξίφος σφηνωμένο σε ένα βράχο, μια επιγραφή, που εμφανίστηκε εξίσου παράξενα, πληροφορούσε τον κόσμο ότι εκείνος που θα κατόρθωνε να τραβήξει από την πέτρα το ξίφος, θα ήταν και ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτό το ξίφος είναι το Εξκάλιμπερ, το οποίο είχε δοθεί παλιότερα στον ΄Αθερ Πέντραγκον από τη μυστηριώδη Κυρά της Λίμνης, σαν σύμβολο της εξουσίας του και της ενότητας της Αγγλίας. Μια άλλη παράδοση, όμως, υποστηρίζει ότι το Εξκάλιμπερ δόθηκε αργότερα, από την Κυρά της Λίμνης πάλι, αλλά στον ίδιο τον Αρθούρο. Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή, το σπαθί τού δόθηκε όταν το δικό του έσπασε σε μια σκληρή μονομαχία με τον κατοπινό ιππότη της Στρογγυλής Τράπεζας, το βασιλιά Πέλινορ. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες διαφόρων γενναίων ηγεμόνων, κανένας δεν κατόρθωνε να τραβήξει το ξίφος.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, στους ιππικούς αγώνες που διοργανώνονταν τέτοια εποχή κάθε χρόνο, τα λεγόμενα τουρνουά, ήρθαν να συμμετάσχουν ο σερ Έκτορ και ο σερ Κέυ, που ήταν ιππότες. Ο Αρθούρος είναι πολύ νέος ακόμη για να πάρει μέρος, αλλά κατέχει το χρίσμα του ιπποκόμου του αδελφού του και ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι να κουβαλάει τα όπλα του. Από μια ατυχή σύμπτωση, όμως, εκείνη τη μέρα ο Αρθούρος ξέχασε να πάρει το ξίφος του σερ Κέυ και μη βρίσκοντας άλλο πρόχειρο στο χώρο των αγώνων, τραβάει το παράξενο σπαθί που ήταν σφηνωμένο στο βράχο και το δίνει στον αδελφό του. Αρχικά ο σερ Κέυ ισχυρίστηκε ότι αυτός τράβηξε το ξίφος και επομένως αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος, αλλά ο πατέρας του, αντιλαμβανόμενος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ξανατοποθετεί το σπαθί στο βράχο και προκαλεί τα αγόρια να ξαναδοκιμάσουν. Ο σερ Κέυ δεν τα καταφέρνει, αλλά ο Αρθούρος τραβάει με ευκολία για δεύτερη φορά το σπαθί και αναγνωρίζεται βασιλιάς της Αγγλίας. Όχι όμως από όλους. Πολλοί δυσκολεύονται να δεχθούν έναν τόσο νεαρό ηγέτη, σχεδόν παιδί. Έτσι η χώρα περιέρχεται για λίγο καιρό σε εμφύλιο σπαραγμό. Η ισχύς του Αρθούρου, οι διοικητικές του ικανότητες και η πολεμική του ανδρεία, τελικά πείθουν γρήγορα τους λίγους διστακτικούς και στη χώρα αρχίζει να εδραιώνεται η ενότητα.
Ο Αρθούρος εγκαθιδρύει την εξουσία του και οι άλλοι ηγεμόνες τον σέβονται και ζητάνε τη βοήθειά του. Ένας από αυτούς είναι και ο Λεόντογκραν, γειτονικός ηγεμόνας, που απειλείται από εχθρούς. Ο Αρθούρος τον υποστηρίζει και έτσι γνωρίζει τη μελλοντική βασίλισσά του, τη Γκουίνιβερ, κόρη του Λεόντογκραν. Την ερωτεύεται και θέλει να την παντρευτεί παρά τις επιφυλάξεις του Μέρλιν, ο οποίος, γνωρίζοντας το μέλλον, διαβλέπει τη δυσάρεστη κατάληξη αυτού του γάμου. Τελικά, όμως, ο γάμος γίνεται και η ζωή του βασιλικού ζεύγους κυλάει στην αρχή αρμονική και αγαπημένη. Ο Αρθούρος, απορροφημένος από τα διοικητικά του καθήκοντα, φαίνεται εντελώς αποσπασμένος από συναισθηματικές δεσμεύσεις οποιασδήποτε φύσης, ακόμη και όταν αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες ότι έχει αναπτυχθεί ειδύλλιο ανάμεσα στο Γκουίνιβερ και τον ιππότη Λάνσελοτ, τον καλύτερο φίλο του Αρθούρου. Οι κοινωνικοί κανόνες της εποχής, όμως, αναγκάζουν τον Αρθούρο να δώσει διαστάσεις στο θέμα και διατάζει να καεί στην πυρά η βασίλισσα. Ο Λάνσελοτ τη σώζει την τελευταία στιγμή και αρχίζει ένας πόλεμος μεταξύ των δυο μεγάλων γενιών, του Αρθούρου και του Λάνσελοτ, πόλεμος ο οποίος όμως σύντομα τελειώνει χάρη στην καλή θέληση και την αγάπη που ενώνει τους δυο φίλους. Ο Λάνσελοτ δίνει πίσω στον Αρθούρο τη Γκουίνιβερ και αποσύρεται στις δικές του περιοχές. Νέος εχθρός παρουσιάζεται, όμως, με τη μορφή του Μόρντρεντ, ανηψιού και γιου του Αρθούρου, ο οποίος, όσο έλειπε ο βασιλιάς, είχε οικειοποιηθεί το θρόνο. Ο Αρθούρος αναγκάζεται να τον πολεμήσει και η χώρα, διχασμένη σε δυο στρατόπεδα, μαστίζεται από πείνα και αρρώστιες. Στη μάχη ο Μόρντρεντ νικιέται και σκοτώνεται, αλλά ο Αρθούρος πληγώνεται θανάσιμα. Αξίζει να αναφέρουμε το θάνατο του βασιλιά, νιώθοντας πως ξεψυχάει, ζητάει να τον μεταφέρουν κοντά στις όχθες της λίμνης και στέλνει τον Ιππότη Γκίρφλετ, έναν από τους πιο στενούς του φίλους, να ρίξει το Εξκάλιμπερ στο νερό και επιστρέφοντας να του πει τι είδε. Ο Γκίρφλετ, παρότι επιθυμεί να υπακούσει στο βασιλιά του, διστάζει να ρίξει το Σπαθί της Δύναμης στη λίμνη και έτσι αποτυγχάνει στο έργο που ανέλαβε, με αποτέλεσμα ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς να τον ξαναστείλει. Όταν, τελικά, την τρίτη φορά εκτελεί το χρέος του, ένα χέρι υψώνεται από τα σκοτεινά νερά και αρπάζει το ξίφος στον αέρα, για να το βυθίσει μετά μαλακά μαζί του στο υγρό στοιχείο: το Εξκάλιμπερ ξαναγυρνάει στην πηγή του, στην αρχή της δημιουργίας του, στα χέρια της Κυράς της Λίμνης. Χάνεται από το φυσικό πεδίο και μαζί του χάνεται η Δύναμη και η Εξουσία που εκπροσωπούσε. Τότε ο Αρθούρος ξεψυχάει γαλήνια. Ο πιστός Ιππότης βλέπει μια βάρκα με πανιά και επιβάτες τρείς γυναίκες, να πλησιάζει στις όχθες και να παίρνει το σώμα του βασιλιά. Η βάρκα χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, εκεί που τρεμοφέγγουν τα φώτα της ΄Αβαλον, του ευλογημένου νησιού, όπου ο Αρθούρος θα συναντήσει τον Ιωσήφ, τον Πλούσιο Ψαρά και το σοφό του δάσκαλο, τον Μέρλιν. Λέγεται επίσης ότι στην ΄Αβαλον είναι κρυμμένη η ασημένια Στρογγυλή Τράπεζα και το Λαμπερό Δισκοπότηρο. Και πως κάποια μέρα ο βασιλιάς Αρθούρος θα ξαναγυρίσει στη Βρετανία, φέρνοντας ενότητα, ευημερία και μια νέα Αδελφότητα Ιπποτών, μια άλλη ομάδα μυημένων, για να συνεχιστεί το Μεγάλο Έργο.
Οι πιο πεζές διηγήσεις αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Αρθούρος μεταφέρθηκε στο Σόμερσετ, όπου και θάφτηκε, ενώ η Γκουίνιβερ αποσύρθηκε σε μοναστήρι, για να ταφεί αργότερα πλάι του. Με το θάνατο του βασιλιά, η χώρα καταλαμβάνεται από τους Σάξονες και η ιστορία της Βρετανίας περνάει σε μια νέα φάση.
Ας επιστρέψουμε, όμως, σε ένα από τα κύρια σύμβολα που μας απασχολούν, στη Στρογγυλή Τράπεζα. Πρόκειται για την τράπεζα που κατασκεύασε μαγικά ο ίδιος ο Μέρλιν, έχοντας σαν πρότυπο την Τράπεζα του Μυστικού Δείπνου και την Τράπεζα του Ιωσήφ της Αριμαθαίας. Σε αυτήν παρακάθονται όλοι οι ηγεμόνες που βρίσκονται κάτω από τη βασιλεία του Αρθούρου. Πρόκειται για μια Τράπεζα Συμβουλίου, Αναζωογόνησης και Δράσης συνάμα. Εκεί δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούν όλοι μαζί και να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. Τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν σε αυτήν, μια και οι Ιππότες που έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν είναι οι πιο γενναίοι ηγέτες, που συχνά βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα και δεν έχουν τακτικά την ευκαιρία να παρακάθονται στην Τράπεζα. Σαν σημαντικότερη μέρα συνάντησης, λοιπόν, είχε οριστεί η γιορτή της Πεντηκοστής. Στην Τράπεζα κάθονται οι πιο άξιοι Ιππότες. Εκείνοι που κατέχουν όχι μόνο τη γνώση των όπλων, μα και όλη τη γνώση της εποχή τους. Πρόκειται για τους αναζητητές της αλήθειας, εκείνους που γυρεύουν τη μεγάλη Περιπέτεια. Στους μύθους της Στρογγυλής Τράπεζας οι περιπέτειες ισοδυναμούν με μυήσεις. Έτσι, κατά καιρούς, διάφοροι Ιππότες ξεκινούν, με αφετηρία πάντα την αυλή του βασιλιά Αρθούρου και τη Στρογγυλή Τράπεζα, για τις εμπειρίες εκείνες που θα τους οδηγήσουν στο ύψιστο σημείο της εξέλιξης. Μια θέση της Τράπεζας μένει πάντα κενή, ονομάζεται «Επικίνδυνη Θέση» και θα καταληφθεί από τον Τέλειο Ιππότη. Κανείς δεν τολμάει να καθίσει εκεί. Ο σκοπός της ύπαρξης της Τράπεζας θα εκπληρωθεί μόνο όταν συμπληρωθεί η Επικίνδυνη Θέση. Όλοι περιμένουν αυτή τη μέρα με προσμονή. Και κάποια Πεντηκοστή, τα χαραγμένα στην Επικίνδυνη Θέση γράμματα, που προειδοποιούν τον ανυποψίαστο να μην καθίσει εκεί, αλλάζουν, αναγγέλλοντας τον ερχομό του Τέλειου Ιππότη, πρόκειται για τον Γκάλαχαντ, τον αγνότερο Ιππότη, αυτόν που έμελλε να βρει το Δισκοπότηρο. Ο Γκάλαχαντ κάθεται στη θέση του και την ίδια στιγμή, στο ποτάμι που κυλάει δίπλα στο παλάτι, εμφανίζεται ξανά μια πέτρα, με ένα ξίφος σφηνωμένο πάνω της. Όλοι βγαίνουν έξω και δοκιμάζουν να το τραβήξουν, αλλά μόνο ο Γκάλαχαντ το κατορθώνει. Ξαναγυρίζουν στη Στρογγυλή Τράπεζα και όταν κάθονται, η προφητεία του Μέρλιν πραγματοποιείται: μέσα σε εξωπραγματική ατμόσφαιρα, εμφανίζεται μια συνοδεία πνευμάτων που μεταφέρουν τη Λόγχη του Λογγίνου1 και το Άγιο Δισκοπότηρο. Το όραμα σβήνει γρήγορα μπροστά από τα μάτια τους και οι Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας ορκίζονται να αναζητήσουν και να βρουν το Άγιο Δισκοπότηρο. Από αυτή τη στιγμή και πέρα, η Στρογγυλή Τράπεζα διαλύεται, οι Ιππότες σκορπίζουν σε μια μακρόχρονη και επίπονη αναζήτηση και ο Μέρλιν, έχοντας πια εκπληρώσει το γήινο έργο του, αποσύρεται από το πεδίο αυτό. Κανείς δεν χρειάζεται πια τη βοήθειά του, τα πράγματα τραβάνε το δρόμο τους. Έτσι, τη διάλυση της Στρογγυλής Τράπεζας διαδέχεται μια νέα φάση: η Αναζήτηση του Δισκοπότηρου, σύμβολου της ένωσης και επικοινωνίας με το Σωτήρα, με τον ίδιο το Θεό, σύμβολο θεραπείας και αφθονίας. Σε όλη τη διάρκεια της Αναζήτησης, η χώρα μαστίζεται από τη δυστυχία, ενώ ο βασιλιάς Αρθούρος, έχοντας χάσει την Αδελφότητα των ιπποτών, βυθίζεται σε βαθιά θλίψη. Γρήγορα, όμως, συνέρχεται και συνεχίζει τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι ο μόνος που δε βγαίνει στην Αναζήτηση, είναι ο γήινος βασιλιάς και καθήκον του είναι να κρατάει τη χώρα ενωμένη. Δεν είναι αυτός που θα εκπληρώσει την προφητεία.
Οι πιο παλιοί συγγραφείς αναφέρουν ότι ΄Υψιστος Ιππότης δεν είναι ο Γκάλαχαντ, αλλά ο Πέρσιβαλ, ο «Θεϊκός Τρελλός». Αυτό, κατά τη γνώμη μας, δεν επηρεάζει τη βαθύτερη ουσία του μύθου, ούτε το αρχέτυπο που κρύβεται μέσα του. Ωστόσο, παρακάτω θα αναφέρουμε και τις δύο εκδοχές σε συντομία. Πολλά αναφέρονται για τα κατορθώματα των Ιπποτών της Αυλής του Αρθούρου, οι ιστορίες και τα ειδύλλιά τους θα μας έπαιρναν ώρες, αν όχι και μέρες, να τα εξιστορήσουμε.
Μέσα από αυτές τις ιστορίες ξεχωρίζει η θλιβερή ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Ο Τριστάνος, Ιππότης του Αρθούρου, στάλθηκε από το βασιλιά Μάρκο στην Ιρλανδία, για να συνοδέψει την Ιζόλδη στην Κορνουάλη, όπου θα γίνονταν οι γάμοι της με τον Μάρκο. Στην επιστροφή, από κάποιο παιχνίδι της μοίρας, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη μοιράζονται ένα μαγικό φίλτρο που προοριζόταν για το ζευγάρι των μελλόνυμφων και ερωτεύονται τρελά. Ο γάμος της Ιζόλδης με τον βασιλιά Μάρκο πραγματοποιείται και ο Τριστάνος φεύγει για τις περιπέτειές του. Ο έρωτάς τους, όμως, τους οδηγεί τελικά στο θάνατο.
Όλες οι ιστορίες των Ιπποτών εκτυλίσσονται σε ατμόσφαιρα μαγείας και μυστήριου, ανδρείας και πάθους, όπου άλλοτε επικρατεί το λυρικό και άλλοτε το επικό στοιχείο. Οι περιπέτειες του σερ Κέυ, του σερ Μπορς, του Βασιλιά Πέλινορ και του Γκέρεντ, όπως και των άλλων, γαλούχησαν ολόκληρες γενιές της Δύσης, από την Ιρλανδία μέχρι τη Γερμανία. Το θέμα που απασχολεί εμάς, όμως, είναι η αναζήτηση του Αρχετυπικού συμβόλου του Δισκοπότηρου και οι μυήσεις-περιπέτειες που πέρασαν οι διάφοροι Ιππότες για να φτάσουν μέχρι αυτό.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ την ύπαρξη ενός μυστηριώδους «δοχείου», γνωστού σαν «η Χύτρα της Κερίντγουεν». Αυτή η χύτρα έδινε αγαθά μόνο στους γενναίους και ήταν μέρος της σύνθετης εικόνας που υψώθηκε γύρω από το ΄Αγιο Δισκοπότηρο της χριστιανικής παράδοσης. Ο Τσάρλς Γουίλιαμς υποστηρίζει ότι η αυθεντική ιστορία του Δισκοπότηρου ήταν ένας καθαρά χριστιανικός μύθος, που ήρθε στην Ευρώπη κατά τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού και ενσωματώθηκε στο γενικό κορμό του μύθου πολύ πριν ο Ρωμαιοκαθολικός ΄Αγιος Αυγουστίνος έρθει στη Βρετανία. Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα της αναζήτησης.
Το Δισκοπότηρο και τα άλλα Άγια Αντικείμενα φυλάσσονταν στο Κάστρο του Δισκοπότηρου από το Βασιλιά-Ψαρά, εκείνον το μυημένο που ανέλαβε αυτό το έργο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Βασιλιάς-Ψαράς είχε μια βαθιά πληγή, μια αναπηρία, που θα θεραπευόταν μόνο με την εμφάνιση του Τέλειου Ιππότη και την Ανάληψη του Δισκοπότηρου. Η θέση του Κάστρου δεν ήταν σε κανέναν γνωστή, εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά στον Ιππότη που ήταν έτοιμος να μπει σε αυτό, για να εξαφανιστεί αργότερα με μυστηριώδη τρόπο αν ο Ιππότης δε στεκόταν άξιος της τιμής που του έγινε. Το Κάστρο κατοικείτο από το Βασιλιά-Ψαρά και μια συνοδεία, μια ακολουθία, η ατμόσφαιρά του έμοιαζε περισσότερο με μοναστήρι, παρά με φρούριο. Λέγεται πως κάποτε ο Αρθούρος κατόρθωσε να φτάσει μέχρι εκεί, αλλά δεν του επιτράπηκε να παρακολουθήσει τη λιτανεία του Δισκοπότηρου. Λίγοι Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας έφτασαν στο Κάστρο του Δισκοπότηρου, ύστερα από πολλές περιπέτειες, δύσκολες και κουραστικές. Καθένας τους, ανάλογα με το βαθμό της εσωτερικής εξέλιξης που είχε πετύχει, συμμετείχε σε διαφορετικό επίπεδο στο θαύμα που εκτυλισσόταν εκεί. Άλλος μπήκε στο Κάστρο, μα δεν είδε κανέναν. Άλλος φιλοξενήθηκε από τους ενοίκους του Κάστρου και από τον Πλούσιο Ψαρά, μα δεν είδε τη λιτανεία. Άλλος είδε την πομπή και έπεσε σε έκσταση, χάνοντας την ευκαιρία να εκπληρώσει το Έργο. Άλλος δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, χάνοντας έτσι το κλειδί για την Πλήρη Γνώση και ταύτιση με το Δισκοπότηρο, αφού ο κατάλληλος Ιππότης πρέπει να θέτει ερωτήσεις όταν η πομπή περνάει από μπροστά του: Τι είναι αυτό το Δισκοπότηρο; Τι είναι η Λόγχη; Τι συμβολίζουν; Από πού ήρθαν; Αυτές οι ερωτήσεις θα τεθούν τελικά από τον άξιο, αγνό και ύψιστο Ιππότη, τον Γκάλαχαντ ή τον Πέρσιβαλ, όποιος και αν είναι αυτός. Ο Σκοπός θα εκπληρωθεί, ο Βασιλιάς-Ψαράς θα θεραπευτεί και ολόκληρη η χώρα θα περάσει σε ένα νέο επίπεδο ύπαρξης. Μερικοί από αυτούς που έφτασαν στο Κάστρο του Δισκοπότηρου και πλησίασαν αρκετά την επίτευξη του Έργου, ήταν ο Λάνσελοτ της Λίμνης, ο σερ ΄Εκτορας, ο σερ Γκάλαχαντ, ο σερ Πέρσιβαλ, ο σερ Μπόρς και ο σερ Γκάγουεν. Θα ήταν όμορφο να μπορούσαμε να εξιστορήσουμε τα κατορθώματα και τις περιπέτειες του καθένα τους, αλλά ο χρόνος μας περιορίζει. Έτσι, θα ασχοληθούμε μόνο με τους 4 κυριότερους, που αντιστοιχούν στους 4 χαρακτήρες του Γιουνγκ, στη σύνθεση του Τέλειου Ανθρώπου. Αυτοί είναι οι: Γκάγουεν, Λάνσελοτ, Γκάλαχαντ και Πέρσιβαλ.
O Γκάγουεν, μεγάλος Ιππότης και γενάρχης, ήταν ανιψιός του Βασιλιά Αρθούρου και ένας από τους πιο πιστούς ακόλουθούς του: γενναίος, περήφανος, μα και συχνά βίαιος. Υπήρξε σύμβουλος του Βασιλιά και παντοτινός του σύμμαχος, στην ειρήνη και τον πόλεμο. Οι σχέσεις του με τους άλλους Ιππότες δεν είναι πάντα άριστες. Αμέτρητες περιπέτειες εκτυλίσσονται γύρω από τον Γκάγουεν, μα θα αναφερθούμε μόνο στις σημαντικότερες.
Ο Γκάγουεν έχει αναλάβει το καθήκον να βρει τη Ματωμένη Λόγχη και συναντά μια μάγισσα που τον αναγκάζει να διασχίσει ένα ποτάμι. Αφού το διασχίσει, μπαίνει στο κάστρο και εκεί βρίσκει ένα κρεβάτι με κουδουνάκια και μεταξωτές κουρτίνες. Είναι «δεμένο με μάγια» και όποιος το χρησιμοποιήσει, δεν μπορεί να ξεφύγει ζωντανός. Μόλις κάθεται πάνω του, δέχεται την επίθεση αόρατων όπλων και ορμάει εναντίον του ένα τεράστιο λιοντάρι. Ο Γκάγουεν το σκοτώνει και έτσι σπάει τα μάγια του Κάστρου. Μετά επιστρέφει στην αυλή του Αρθούρου για να ξεκινήσει μια νέα περιπέτεια. Έρχεται στο Κάστρο του Βασιλιά-Ψαρά και σε μια αίθουσα βρίσκει ένα φέρετρο, μέσα κείται ένας Ιππότης με ένα σταυρό κι ένα σπασμένο ξίφος. Σε λίγο, παρακολουθώντας τη συντροφιά του Βασιλιά-Ψαρά στο δείπνο, βλέπει το Δισκοπότηρο να τους δίνει τροφή και μια λόγχη να σταλάζει αίμα μέσα σε ένα ασημένιο ποτήρι. Του δίνεται το σπασμένο ξίφος, μα δεν μπορεί να το ενώσει. Ρωτάει για τη Λόγχη, για το Ξίφος και για το φέρετρο. Η Λόγχη, του λένε, ήταν εκείνη με την οποία τρυπήθηκε το πλευρό του Χριστού και θα αιμορραγεί ως τη Δευτέρα Παρουσία. Εκείνη τη στιγμή ο Γκάγουεν νικιέται από τον ύπνο κι όταν ξυπνάει βρίσκεται στη ακτή. Η γύρω χώρα, που πριν μπει στο Κάστρο ήταν ξερή και άγονη, είναι τώρα καταπράσινη. Μα όλα θα ήταν πολύ καλύτερα, αν είχε θέσει τη σωστή ερώτηση και για το Δισκοπότηρο.
Ένας άλλος αγαπητός και λαοφιλής Ιππότης είναι ο σερ Λάνσελοτ. Η ιστορία του είναι όμορφη και παράξενη συνάμα. Ανήκει κι αυτός σε ευγενική γενιά. Είναι γιος του βασιλιά Μπαν, που αναγκάστηκε ύστερα από μακροχρόνιο πόλεμο να εγκαταλείψει μαζί με την οικογένειά του το κάστρο του και να καταφύγει στην αυλή του Αρθούρου. Στο δρόμο, όμως, ο βασιλιάς Μπαν τραυματίζεται θανάσιμα και η βασίλισσά του, απαρηγόρητη, σκύβει να φροντίσει τον ετοιμοθάνατο άντρα της, αφήνοντας το νεογέννητο Λάνσελοτ κατά γης. Λίγα λεπτά αργότερα το βρέφος εξαφανίζεται. Εκείνη που το παίρνει, είναι η Κυρά της Λίμνης, η ίδια εκείνη βασίλισσα του υγρού στοιχείου που έδωσε το μαγικό σπαθί Εξκάλιμπερ στον Αρθούρο. Η Κυρά της λίμνης μεγαλώνει το παιδί σε μια πολιτεία στα βάθη της λίμνης. Ο Λάνσελοτ ανατρέφεται από τη θετή του μητέρα χωρίς να έχει συνείδηση της διαφοράς του από τους άλλους ανθρώπους, γιατί η Κυρά της Λίμνης φροντίζει να τον ανεβάζει στην επιφάνεια του μικρού βασίλειού της, όπου έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους. Έτσι, μαθαίνει τη χρήση των όπλων από έναν ξυλοκόπο του δάσους. Στα πρώτα του εφηβικά χρόνια ο Λάνσελοτ ανοίγει τα φτερά του και ζητάει από τη θετή του μάνα να γίνει Ιππότης του Βασιλιά Αρθούρου. Εκείνη δεν τον εμποδίζει, αντίθετα, τον συνοδεύει και τον παραδίδει η ίδια στο Βασιλιά, αποκαλύπτοντάς του την καταγωγή του Λάνσελοτ. Ο νεαρός εξελίσσεται στον πιο γενναίο, τον πιο καλό και τον πιο ευγενικό Ιππότη του κόσμου. Αγαπά το Βασιλιά του, μα πιο πολύ τη Βασίλισσα. Τρέφει για τη Γκουίνιβερ μια βαθιά λατρεία. Καταδιωγμένος από τα αισθήματά του για τη Βασίλισσα, φεύγει μισότρελλος στο δάσος, όπου περνάει πολλά χρόνια. Το πάθος του, όμως, καίει αμείωτο και τον εμποδίζει να εκπληρώσει αυτός το έργο της Αναζήτησης του Δισκοπότηρου, τελικά, τον φέρνει αντιμέτωπο και με τον ίδιο τον Αρθούρο. Η φιλία των δύο αντρών αποδεικνύεται όμως ισχυρότερη και ο Λάνσελοτ βοηθάει το Βασιλιά του στον πόλεμο εναντίον του Μόρντρεντ. Θλίβεται βαθιά από το θάνατο του βασιλιά Αρθούρου και από τότε, ως το τέλος της ζωής του, ζει σε κάποιο ερημητήριο.
Οι περιπέτειές του είναι αμέτρητες και πολύ όμορφες. Αξίζει να αναφέρουμε δύο από αυτές. Αφορούν την ένωσή του με την Ελέιν και την προσωπική του επίτευξη στο Κάστρο του Δισκοπότηρου. Ο Βασιλιάς-Ψαράς είχε μια παρθένα κόρη που την έλεγαν Ελέιν. Το κορίτσι είδε σε ένα όραμά του πως προοριζόταν να γεννήσει έναν Τέλειο Ιππότη^ αυτό το παιδί, όμως, θα ήταν ο καρπός μιας ένωσης δίχως αγάπη, γιατί η Ελέιν ήταν αφιερωμένη στην Εκκλησία και ο πατέρας του παιδιού θα αγαπούσε κάποιαν άλλη. Ένα παιχνίδι της μοίρας οδηγεί μια μέρα τον Λάνσελοτ στο Κάστρο της Ελέιν. Κοιμάται μαζί της νομίζοντας ότι ήταν η Γκουίνιβερ και αγνοεί ότι από την ένωσή τους γεννιέται ένα παιδί: ο Πρίγκιπας Γκάλαχαντ, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα. Ο Λάνσελοτ φτάνει κι αυτός στο Κάστρο του Δισκοπότηρου, αλλά δεν πετυχαίνει ούτε αυτός την Ύψιστη Επίτευξη. Ένας ερημίτης αργότερα του εξηγεί ότι η αγάπη του για τη βασίλισσα Γκουίνιβερ (ένα κατώτερο ιδανικό) τον εμπόδισε να φτάσει στα ανώτερα ιδανικά και να τα εκπληρώσει.
Ο Γκάλαχαντ, όμως, όπως αναφέρει η μία εκδοχή, κατάφερε να φτάσει εκείνο που δεν έφτασε ο πατέρας του. Μεγάλωσε σε μοναστήρι, σύμφωνα με το Χριστιανικό δόγμα, και έμεινε αγνός στο σώμα και την ψυχή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Παρουσιάζεται στην αυλή του Αρθούρου μια σημαδιακή Πεντηκοστή και συμπληρώνει την Επικίνδυνη Θέση της Τράπεζας. Παίρνει κι αυτός μέρος στην Αναζήτηση του Δισκοπότηρου μαζί με τον Πέρσιβαλ και το σερ Μπορς. Οι τρεις Ιππότες οδηγούνται με τη βοήθεια μιας γυναίκας σε ένα νησί, όπου βρίσκεται αραγμένο ένα παράξενο καράβι. Η ίδια γυναικεία μορφή τούς εξηγεί ότι πρόκειται για το πλοίο του Σολομώντα. Μέσα βρίσκουν το κρεβάτι και το ξίφος που είχε τοποθετηθεί στα πόδια του, το ξίφος αυτό δίνεται τελικά στον Γκάλαχαντ, το μόνο άξιο να το κρατήσει, τον τελευταίο απόγονο του Σολομώντα. Σε μια άλλη περιπέτειά τους, η γυναίκα αυτή, που είναι αδελφή του Πέρσιβαλ, θυσιάζεται για να σώσει τη ζωή μιας βασίλισσας και πριν ξεψυχήσει ζητάει να σταλθεί με αυτό το πλοίο στην πόλη Σαράς, την πόλη της Ειρήνης, όπου θα ταφούν αργότερα ο Γκάλαχαντ και ο Πέρσιβαλ. Προτού, όμως, ολοκληρώσουν τον κύκλο των εμπειριών τους και καταλήξουν στη μυστήρια πόλη Σαράς, την πόλη που είχε σώσει από την πολιορκία των Αιγύπτιων ο Ιωσήφ, οι τρεις Ιππότες εκπληρώνουν πολλές μυητικές αποστολές. Φτάνουν στο Κάστρο του Δισκοπότηρου, όπου τους υποδέχεται ο Βασιλιάς-Ψαράς. Ο Γκάλαχαντ θεραπεύει τον ιππότη που είχε δει ο Γκάγουεν μέσα στο φέρετρο και τότε παρουσιάζεται ανάμεσα σε αγγελικές μορφές ο Ιωσήφ, ο «πρώτος επίσκοπος της Χριστιανοσύνης» και βάζει την Τράπεζα με το Άγιο Δισκοπότηρο μπροστά στον Γκάλαχαντ, που παίρνει έτσι μια εμπειρία του οράματος της Δόξας. Μετά πηγαίνουν στο Σαράς, εκεί, αφού βασίλεψε για ένα χρόνο, ο Γκάλαχαντ αναλήφθηκε στους ουρανούς μαζί με το Δισκοπότηρο, που δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γη. Ο Πέρσιβαλ, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, έγινε ερημίτης, υπηρετώντας το Θεό. Μόνο ο σερ Μπορς γύρισε για να εξιστορήσει τα γεγονότα. Κατά μία άλλη εκδοχή ο Γκάλαχαντ πέθανε μόλις ενώθηκε πλήρως με το Δισκοπότηρο, ταυτόχρονα χάθηκε κι αυτό για πάντα.
Οι αποδόσεις του μύθου που αναφέρουν το Γκάλαχαντ σαν Μεγάλο Πρίγκιπα είναι πιο σύγχρονες και πολλοί πιστεύουν ότι οφείλονται στις επιδράσεις της Σιστερσιανής Εκκλησίας για το ύψιστο χριστιανικό ιδανικό. Η άποψη αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη στις εσωτερικές σχολές. Η άλλη απόδοση, όμως, που αναφέρει τον Πέρσιβαλ σαν Εκπληρωτή της Ύψιστης Περιπέτειας, είναι εξίσου όμορφη και αρχαιότερη. Πιστεύουμε ότι ο Πέρσιβαλ πρέπει να κρατήσει μια ισάξια θέση στη μνήμη του καθένα μας, γιατί είναι ο Ιππότης που ενσαρκώνει τον αγώνα κάθε ανθρώπου για την Επίτευξη.
Η χήρα μητέρα του Πέρσιβαλ προσπάθησε να τον κρατήσει μακριά από τους πολέμους και το θάνατο, για αυτό και ποτέ δεν του είχε μιλήσει για την ιπποσύνη. Μια μέρα, όμως, ο Πέρσιβαλ συναντάει στο δάσος Ιππότες του Βασιλιά Αρθούρου και εκστασιασμένος από τις περιγραφές τους για την Αυλή και τις ιπποτικές περιπέτειες, ξεκινάει σαν τον Τρελό των Ταρώ μια τολμηρή περιπέτεια. Βρίσκει στο δρόμο του μια γυναίκα και υπακούοντας στις εντολές της μητέρας του, παίρνει το δαχτυλίδι της. Μετά πηγαίνει στην αυλή του Αρθούρου και ζητάει να γίνει ιππότης. Οι άλλοι Ιππότες τον περιγελούν, μα εκείνος σκοτώνει τον Κόκκινο Ιππότη (έναν εχθρό του Αρθούρου) και έτσι γίνεται αποδεκτός. Πηγαίνει στη συνέχεια στο κάστρο του άρχοντα Γκόρνεμαν, που του διδάσκει τη χρήση των όπλων και τους τρόπους συμπεριφοράς στην αυλή, προειδοποιώντας τον να μη μιλάει πολύ και να μην κάνει πολλές ερωτήσεις. Σε μια κρίσιμη στιγμή, ο Πέρσιβαλ σώζει τη Μπλάνσφλερ, ανηψιά του Γκόρνεμαν, που τον ερωτεύεται, αλλά εκείνος δεν μένει μαζί της, τον περιμένει η περιπέτειά του. Ύστερα από ένα μακρινό ταξίδι, φτάνει σε ένα ποτάμι και βλέπει μια βάρκα με δύο ψαράδες. Ο ένας, ντυμένος με ρούχα ευγενή, μιλάει στον Πέρσιβαλ για ένα Κάστρο όπου θα μπορούσε να περάσει τη νύχτα. Μετά από μια κουραστική αναζήτηση, ο Πέρσιβαλ βλέπει το Κάστρο, όπου τον υποδέχεται με μεγάλη χαρά ο Βασιλιά-Ψαράς, είναι ο ίδιος γέροντας που είχε συναντήσει πιο πριν. Ο Βασιλιάς είναι πληγωμένος και δεν μπορεί να σηκωθεί από τη θέση του. Δίνει στον Πέρσιβαλ ένα σπαθί, λέγοντάς του πως είναι προορισμένο για εκείνον, αλλά πως θα σπάσει σε ένα μεγάλο κίνδυνο, γνωστό μόνο στο δημιουργό του. Ένας νέος άντρας μπαίνει με τη ματωμένη Λόγχη, ακολουθούμενος από δύο άλλους με ασημένια κηροπήγια, που το καθένα τους είχε δέκα αναμμένα κεριά. Από τη Λόγχη που λάμπει λευκή, πέφτει μια σταγόνα αίμα. Ακολουθεί ένα κορίτσι που φέρνει το Δισκοπότηρο: «ένα κόσμημα, το φως του οποίου εξαφανίζει το φως των κεριών, όπως ο ήλιος σβήνει τα άστρα». Ο Πέρσιβαλ θυμάται τα λόγια του Γκόρνεμαν, που του είχε πει να μη ρωτάει πολλά πράγματα και έτσι δε ρωτάει τι σημαίνουν όλα αυτά, ίσως επειδή είναι και άρρωστος ο Βασιλιάς-Ψαράς, ενώ όλοι τον κοιτούν με θλίψη που λεπτό με το λεπτό μεγαλώνει. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η ερώτηση στις διηγήσεις του Δισκοπότηρου παίζει το σημαντικότερο ρόλο, από αυτήν εξαρτάται η θεραπεία του ανάπηρου Βασιλιά, η οποία επιδρά σε όλη τη γύρω χώρα και τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Όταν κάποιος Ιππότης θέτει την σωστή ερώτηση, η έρημη χώρα καρποφορεί. Μη ρωτώντας, ο ήρωας του Δισκοπότηρου φέρει βαριά ευθύνη και ενοχή.
Ο Πέρσιβαλ λοιπόν βυθίζεται σε ύπνο και ξυπνάει την αυγή μέσα σε ένα έρημο Κάστρο. Φεύγει εκστατικός αλλά και λυπημένος. Λίγο αργότερα συναντάει στο δάσος τον Αρθούρο και την ακολουθία του. Αλλά ενώ η ακολουθία γιορτάζει, εμφανίζεται ένα κορίτσι, το κορίτσι του Κάστρου, Η Αγγελιοφόρος του Δισκοπότηρου. Κατηγορεί πολύ πικρά τον Πέρσιβαλ, επειδή δεν έθεσε ερωτήσεις και του λέει πως ατιμάζει με την παρουσία του την αυλή του Αρθούρου. Ο Πέρσιβαλ, μετά από αυτό, ορκίζεται να μην ξεκουραστεί ποτέ αν δεν ξαναβρεί το Κάστρο του Δισκοπότηρου.
Για επτά χρόνια περιπλανιέται ξεχνώντας τη λατρεία και το Θεό, αλλά τελικά μετανοεί και εξαγνίζεται. Δίνει μέσα του έναν σκληρό αγώνα, που τον δικαιώνει. Γιατί μια μέρα φτάνει ξανά στο Κάστρο του Δισκοπότηρου. Η Λόγχη και το Δισκοπότηρο περνάνε μπροστά από το βασιλικό τραπέζι και ο Βασιλιάς-Ψαράς λέει στον Πέρσιβαλ ότι είναι η Λόγχη που τρύπησε το πλευρό του Χριστού και το Δισκοπότηρο που συγκεντρώθηκε το αίμα Του. Ο Πέρσιβαλ νιώθει τότε μέσα του μια βαθιά αλλαγή και βοηθάει στη θεραπεία του Βασιλιά-Ψαρά. Βασιλεύει επτά χρόνια και ύστερα αποσύρεται σε ένα ερημητήριο, παίρνοντας το Κύπελλο, τη Λόγχη και το Άγιο Δισκάριο μαζί του. Υπηρετεί το Θεό για 10 χρόνια και μετά πεθαίνει. Το Δισκοπότηρο και η Λόγχη χάνονται μαζί του.
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο μύθος του Δισκοπότηρου και της Αδελφότητας της Στρογγυλής Τράπεζας. Γεμάτος μαγεία και περιπέτειες. Μέσα από αυτόν, ο καθένας μας μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία του ανθρώπου προς την επίτευξη. Κι ο άνθρωπος αυτός είναι πάντα ο αγωνιστής, όποιο κι αν είναι το όνομά του, Πέρσιβαλ, Γκάλαχαντ ή ανώνυμος.
Πηγή: e-zine.gr