Sunday, 9 March 2014

Πρέπει οι πολιτικοί να μισθοδοτούνται ?

Ένα μέτρο που υιοθετήθηκε στην αρχαία Ελλάδα για να εξασφαλίσει την ισότητα και προκάλεσε πολλές συζητήσεις ήταν η αμοιβή για τις πολίτικες δραστηριότητες.  Ας δούμε τι μας λέει η Jacqueline de Romilly μέσα από το βιβλίο της "Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας"  για το θεσμό αυτόν.



Το ίδιο ισχύει και για έναν άλλο θεσμό, λιγότερο όμως παλαιό και λιγότερο ουσιαστικό για τη δημοκρατία, του οποίου ωστόσο ο σκοπός ήταν, και σε αυτή την περίπτωση, να κάνει πληρέστερη την ισότητα: πρόκειται για την ύπαρξη μισθών για την άσκηση πολιτικών καθηκόντων.

Κανονικά ο θεσμός αυτός δεν υπήρχε ούτε και για τα ανώτερα καθήκοντα, πού απορροφούσαν σχεδόν όλο το χρόνο αυτών οι όποιοι τα είχαν αναλάβει. Και αν υπήρξε, από τον πέμπτο αιώνα και μετά, αποζημίωση για τούς άρχοντες, δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο για τούς στρατηγούς. Ή απουσία αμοιβής εξηγεί ως ένα σημείο γιατί αυτές οι αρμοδιότητες ασκήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα από ευγενείς, και έπειτα, με την πάροδο του χρόνου, από πλούσιους.

"Ένα διασκεδαστικό κείμενο από τούς ιππείς του ’Αριστοφάνη φανερώνει ακόμη και το μικρό σκάνδαλο πού προκάλεσε, μετά το θάνατο του Περικλή, ή κατάληψη των υψηλότερων θέσεων από πλούσιους εμπόρους. Ό Περικλής άνηκε, βέβαια, στην οικογένεια των Αλκμεωνίδων. ’Έπειτα, όμως, παρουσιάζονται ξαφνικά τα ονόματα του Εύκράτη, του Αυσικλή, του Υπέρβολου, πού ήταν όλοι τους έμποροι. Ά π ό αυτούς ό Λυσικλής, έμπορος προβάτων, διαδέχτηκε τον Περικλή στο κρεβάτι της Ασπασίας, ενώ ό πλούσιος βυρσοδέψης Κλέων υπήρξε ό διάδοχός του στην ηγεσία του δημοκρατικού κόμματος.

Δεν υπήρχε, επίσης, αμοιβή για μικρότερα πολιτικά αξιώματα πού απαιτούσαν λιγότερο ελεύθερο χρόνο και λιγότερα οικονομικά μέσα. Παρ’ όλα αυτά, φάνηκε σύντομα ότι πολλοί ’Αθηναίοι, πού είχαν φτωχά οικονομικά μέσα, έβρισκαν δύσκολο να εγκαταλείπουν ολόκληρες ημέρες δουλειάς για να ασχοληθούν με τις δημόσιες υποθέσεις.

Τα μέλη της Βουλής, πού ήταν σχεδόν διαρκώς απασχολημένα, έπαιρναν κάποια μικρή επιχορήγηση, όπως οι στρατιώτες σε εκστρατεία. Ό Περικλής επεξέτεινε το μέτρο, προβλέποντας οικονομική αποζημίωση για το χρόνο πού αφιέρωναν στο Κράτος, και θέσπισε μισθό για τούς δικαστές, μισθός δικαστικός. Μικροπράγματα: δύο οβολοί την εποχή του Περικλή, τρεις την εποχή του Κλέωνα και πέντε, όταν ζούσε στην ’Αθήνα ό ’Αριστοτέλης - σχεδόν το προβλεπόμενο minimum ημερήσιο σιτηρέσιο για κάθε στρατιώτη. "Όμως, όσο λίγο και αν ήταν, οι φτωχές τάξεις το έβρισκαν πολύ ελκυστικό και οι Σφήκες του ’Αριστοφάνη παρουσιάζουν στη σκηνή κάποιο γέρο, στον όποιο αυτό το μεροκάματο προκαλεί χαρά: «Κι έχω ξεχάσει το πιο ευχάριστο απ’ όλα* όταν γυρίζω σπίτι κρατώντας το μισθό μου όλοι μ’ αγκαλιάζουν για τα λεφτά. Και πρώτα ή κόρη μου με πλένει και μου μυρώνει τα πόδια και σκύβοντας να με φιλήσει και λέγοντάς με πατερούλη ψαρεύει με τη γλώσσα της το τριώβολο . Κι ή γυναικούλα μου κολακεύοντάς με μου φέρνει πίττα ζυμωμένη με κριθάλευρο και κρασί»

Είναι, όμως, ευνόητο ότι κατάσταση τέτοιου είδους επέτεινε το ζήλο για τις δίκες και ενίσχυσε την επίδραση των λαϊκών ηγετών σε αυτούς, στους οποίους εξασφάλιζαν τα μικρά αυτά κέρδη.

Ό Περικλής δεν έφτασε στο σημείο να θεσπίσει αποζημίωση και για την παρουσία στην εκκλησία, γιατί αυτή ακριβώς αποτελούσε την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και απαιτούσε συμμετοχή τόσο μικρή, ώστε δεν δικαιολογούσε τέτοιο μέτρο. Όμως στις αρχές του τέταρτου αιώνα, κατά την οικονομική κρίση πού συνόδευσε την ήττα της ’Αθήνας, ή δημοκρατία πού αποκαταστάθηκε, επειδή έβλεπε να επικρατεί επικίνδυνη μείωση του ενδιαφέροντος για το καθεστώς, χρειάστηκε να αναλάβει επί του προκειμένου την πρωτοβουλία. Ή καινούρια αυτή αποζημίωση, ο εκκλησιαστικός μισθός, αυξήθηκε και αυτός γρήγορα: ένας οβολός στην αρχή, μετά δύο, μετά τρεις, αργότερα μια δραχμή (έξι οβολοί), και τέλος μιάμιση δραχμή την εποχή του Αριστοτέλη.

Οι αποζημιώσεις έγιναν γρήγορα, όπως και ή κλήρωση, από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δημοκρατίας. Όταν ό ’Αριστοτέλης ορίζει τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος, επισημαίνει στα Πολιτικά του ως ένατη αρχή «να παίρνουν μισθό κατά πρώτιστο λόγο όλοι όσοι μετέχουν στην εκκλησία, στα δικαστήρια, στα δημόσια αξιώματα, ειδάλλως, όσοι μετέχουν στα δημόσια αξιώματα, στα δικαστήρια, στη βουλή και στις κυριότερες συνεδριάσεις της εκκλησίας ή από τούς άρχοντες εκείνοι πού είναι ανάγκη να γευματίζουν από κοινού». Ό ’Αριστοτέλης διευκρινίζει επίσης ότι ή χορήγηση μεγάλου μισθού στους μετέχοντες στην εκκλησία προκαλεί την τελευταία να μεταφέρει στην αρμοδιότητα της όλες τις υποθέσεις, μειώνοντας έτσι το ρόλο της Βουλής και κάνοντας το καθεστώς ακόμη πιο δημοκρατικό.

Πολλούς, πάντως, οι παροχές αυτές τούς ενοχλούσαν. Αίγα μόλις χρόνια μετά τη θέσπιση της αποζημίωσης για την εκκλησία, ό χορός των Έκκλησιαζουσών του ’Αριστοφάνη θλίβεται για την παρακμή του πολίτικου ήθους, της οποίας αύτη ήταν το αποτέλεσμα και ή απόδειξη: « Άλλ ’ όμως κανένας δεν τολμούσε να διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα για χρήματα, όταν ήταν άρχοντας ό ευγενικός Μυρωνίδης. Κι ό καθένας ερχόταν φέρνοντας σ ’ ένα μικρό ασκό το πιοτό του και το ψωμί του και δύο κρεμμύδια και τρεις ελιές. Τώρα όμως απαιτούν να παίρνουν το τριώθολο, όταν ασχολούνται με τις δημόσιες υποθέσεις...».

Οι πολέμιοι της καθολικής δημοκρατίας δεν παρέλειψαν να αμαυρώσουν τις προθέσεις πού είχαν πρυτανεύσει σε αυτό το πολίτευμα και να τονίσουν τις δυσάρεστες επιπτώσεις του. Σε ένα χωρίο της Αθηναίων Πολιτείας, πού απηχεί ευνοϊκή για τη μετριοπαθή δημοκρατία παράδοση, ό ’Αριστοτέλης γράφει π.χ.: « Ό Περικλής έδωσε πρώτος αποζημίωση στους δικαστές συναγωνιζόμενος τον Κίμωνα στη δημοτικότητα πού του χάριζαν τα πλούτη του»· και « ’Από τότε παραπονούνται μερικοί ότι χειροτέρευσε ή κατάσταση, γιατί οι πρώτοι τυχόντες έδειχναν πάντοτε μεγαλύτερη σπουδή από όση οι έντιμοι άνθρωποι να εκλέγονται με κλήρωση. Μετά, επίσης, από αυτό άρχισε ή διαφθορά των δικαστών ».

Τις ίδιες κρίσεις επαναλαμβάνει και ό Πλούταρχος. ’Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ολιγαρχικοί, μόλις πήραν για λίγο την εξουσία, φρόντισαν αμέσως να καταργήσουν και την αποζημίωση και την κλήρωση. Το 411 το μέτρο φαίνεται ότι εξήφθη αμέσως. ’Έτσι ό Θουκυδίδης γράφει ότι «πρότειναν πια φανερά να τεθεί τέρμα στις εξουσίες όλων των αρχόντων του υπάρχοντος πολιτεύματος, να καταργηθούν οι αποζημιώσεις...».

Και ό ’Αριστοτέλης αναφέρει το προκαταρκτικό κείμενο, στο όποιο αναφέρεται ότι «όσο διαρκέσει ό πόλεμος οι πολίτες θα ασκήσουν όλα τα αξιώματα χωρίς αντιμισθία, με εξαίρεση τούς εννέα άρχοντες και τούς πρυτάνεις· ό καθένας από αυτούς θα εισπράττει τρεις οβολούς την ημέρα». ’Ακόμη και μετά την ανατροπή της ολιγαρχίας, το μετριοπαθές πολίτευμα, πού εγκαθιδρύθηκε στην αρχή, διατήρησε αυτό το μέτρο. Ό ’Αριστοτέλης και ό Θουκυδίδης το επισημαίνουν και ό ένας και ό άλλος, επαινώντας και οι δύο τη σωφροσύνη αυτού του πολιτεύματος.

Αλλά τα πράγματα επανήλθαν γρήγορα στην παλαιά κατάσταση και ή αρχή των αποζημιώσεων δεν έγινε πια στόχος κατηγοριών. ’Έτσι ό Πλάτων καταρχήν αναφέρει σ ’ ένα αξιοσημείωτο χωρίο της Πολιτείας του τις αποζημιώσεις πού χορηγούσαν για ορισμένα δημόσια λειτουργήματα, όχι για να τις κατηγορήσει, άλλα για να αντλήσει από αυτές την απόδειξη ότι αυτά τα λειτουργήματα κανένας από αυτούς πού τα είχαν αναλάβει δεν τα άσκουσε προς όφελος του: «Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι κανένας δεν επιθυμεί με τη θέλησή του να κατέχει αξιώματα, άλλα όλοι ζητούν μισθό, επειδή από τα αξιώματα δεν θα ωφεληθούν οι ίδιοι άλλα οι αρχόμενοι;». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεχόταν μια τέτοια αρχή. Στο ιδανικό πολίτευμά του, οι φύλακες της πόλης δεν έχουν τίποτα δικό τους και δεν απολαμβάνουν κανένα πλεονέκτημα: «έχουν την τροφή τους και δεν λαμβάνουν, εκτός από αύτη, κανένα μισθό, όπως οι άλλοι, ώστε και αν θέλουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για προσωπικούς τους λόγους δεν τούς είναι δυνατόν, ούτε τούς είναι δυνατόν να δώσουν σε εταίρες, ούτε να δαπανήσουν όπου θέλουν για άλλους σκοπούς, όπως δαπανούν όσοι θεωρούνται ευτυχισμένοι».

Όσο για τούς φιλοσόφους, είναι προφανές ότι θα καταλάβουν την εξουσία μόνο από καθήκον και ότι κανένα αγαθό δεν θα μπορούσε να έχει σημασία γ ι’ αυτούς σε σχέση με τις φιλοσοφικές χαρές, πού θα τις στερηθούν οικειοθελώς από αγάπη για τη δικαιοσύνη. Ό Πλάτων δεν επιδοκίμαζε ασφαλώς τις αποζημιώσεις. Όμως ούτε αυτός ούτε ό ’Ισοκράτης δεν τούς αφιέρωσαν ιδιαίτερη κριτική· τον τέταρτο αιώνα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατίας. "Όπως και με την κλήρωση, διαπιστώνουμε ότι οι αποζημιώσεις μόνο πολύ έμμεσα κίνησαν το ενδιαφέρον της αθηναϊκής σκέψης. Οι συγγράφεις κατέκριναν ή υπερασπίστηκαν όχι αυτόν ή εκείνον τον θεσμό πού προσιδιάζει στη δημοκρατία τους άλλα την ιδία την αρχή της δημοκρατικής ισότητας, τις αρετές και τα μειονεκτήματά της.

Αυτό, άραγε, οφείλεται στο γεγονός ότι οι 'Έλληνες είχαν την τάση να παρατηρούν τα πράγματα πιο σφαιρικά ή στο γεγονός ότι, στο σύστημα της δημοκρατίας τους, δεν μπορούσε κανείς να απομονώσει ένα θεσμό χωρίς να θέσει υπό κατηγορία την ιδία την αρχή, στην οποία αυτός ανταποκρινόταν; Οπωσδήποτε, ή εξέταση της ιδιοτυπίας της αθηναϊκής δημοκρατίας μάς οδηγεί κατευθείαν στα προβλήματα γενικού χαρακτήρα, τα όποια ισχύουν για όλα τα παρόμοια καθεστώτα. Μόνο αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των συγγραφέων της εποχής εκείνης και μόνο αυτά μπορούν, ακόμη και σήμερα, να κινήσουν το δικό μας ενδιαφέρον.



Συγγραφέας: Jacqueline de Romilly
Απόσπασμα από το βιβλίο της: "Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας" 

Κοινωνικά Δίκτυα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...