Οι πλανήτες μέσα στο σύμπαν στη δίνη του στροβιλίσματος τους δημιουργούν ήχους. Ό,τι κινείται αφήνει κάποιον ήχο. «Όταν πριν από 140.000.000 χρόνια ο πλανήτης Γη είχε τη μορφή μιας πανθάλασσας, αρχίζει μια γιγαντιαία ανοδική ορογενετική κίνηση, που ανύψωσε πάνω από τα νερά αυτής της πανθάλασσας την Πελαγονική οροσειρά. Από τότε θα περάσουν 115.000.000 χρόνια, για ν’ αναδυθούν από τη θάλασσα οι υψηλότεροι ορεινοί όγκοι της Γης, δηλ. τα Ιμαλάια, οι Άλπεις, τα Πυρηναία και η επιβλητική οροσειρά της Πίνδου».
Ας παρακολουθήσουμε με τη φαντασία μας το τι μπορεί να συνέβη, αφού πρώτα ακούσουμε το παιχνίδισμα των υδάτων, καθώς η γη έβγαινε από τη θάλασσα και τα νερά κελάρυζαν, για να ηρεμήσουν, μέχρι να ορθωθούν οι βράχοι. Σιγα-σιγά η επιφάνεια στεγνώνει και σε λίγο θ’ αποκτήσει το βάθος του εδάφους που χρειάζεται, για ν’ αναπτυχθούν φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί. Αυτοί οι οργανισμοί αρχίζουν ν’ αναπτύσσονται και ο καθ’ ένας από αυτούς παίρνει τη δική του μορφή, για να βασιλέψει στο χώρο όπου τάχτηκε. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε το φυτικό βασίλειο να βλασταίνει, τα πουλιά να τιτιβίζουν, τα διάφορα ζώα να βγάζουν τις κραυγές τους, το σύρσιμο των ερπετών και τους καλπασμούς των άλογων να δονούν την ατμόσφαιρα Μα κάπως έτσι θα πρέπει ν’ ακούστηκαν και τα πρώτα μωρά να βγάζουν τις πρώτες άναρθρες φωνές.
Η νοημοσύνη των πρώτων ανθρώπων αναζητεί να βρει τρόπους, για να επιβιώση το είδος. Κάποιοι καρποί και θηράματα που βρίσκει καθησυχάζουν την πείνα του. Προσπαθεί να προστατευθεί από τον ήλιο, την υγρασία, τα μεγάλα θηρία, ψάχνει και βρίσκει χώρο να κοιμηθεί. Οι ήχοι γύρω του υπάρχουν. Είτε από το φλοίσβο των κυμάτων είτε από το βουητό του αέρα, το θρόισμα των φύλλων, τα νερά που τρέχουν. Οι «ήχοι της σιωπής» είναι κι αυτοί αισθητοί. Όση ησυχία κι αν βασιλεύει γύρω μας, στ’ αυτιά μας πάντα ακούγονται ήχοι.
«Οι πρώτοι άνθρωποι, για να επιβιώσουν, βόσκησαν γιδοπρόβατα, άρμεξαν γάλα, έφτια ξαν τυρί, ζεστάθηκαν με το μαλλί των προβάτων, τις προβειές κ.λπ. Εκεί γύρω στην Πίνδο κατοίκησαν οι πρώτοι άνθρωποι, που ήταν οι ΕΛ-, ΕΛ-λοπες, Σ-ΕΛ-λοί, Π-ΕΛ-ασγοί, ΕΛ-ληνες. Οι έλλοπες ήσαν άγλωσσοι». Από δω, από τον έλλοπα θηρευτή, θα ξεκινήση η ανθρωπότητα τον εκπολιτισμό της. Ο πρώτος άνθρωπος, για να δαμάσει τα άγρια θηρία, θα βγάλει τις πρώτες φωνές, τις πρώτες συλλαβές. Ο πρώτος κτηνοτρόφος, ο κύκλωψ, που θα υψώσει αργότερα τα τείχη γύρω του (κύκλω), για να προστατεύση τα ζώα του και τα μέλη της οικογένειας του. Από δω, που οργανώνεται η μικρή κοινωνία των ελλόπων, θα ξεκινήσει κι η ομιλία των ανθρώπων. Οι πρώτοι ήχοι, παρμένοι από το φυσικό περιβάλλον, θα είναι η αφετηρία συνεννοήσεως μεταξύ τους για τη δημιουργία συλλαβών και λέξεων.
Ο χρόνος για τον άνθρωπο κυλάει. Ήδη τώρα έχει εξασφαλίσει φαγητό, κατοικία. Το ανθρώπινο μυαλό αρχίζει να δραστηριοποιείται. Αισθάνεται, ότι η καθημερινή ρουτίνα δεν του δίνει χαρά, θέλει με κάποιο τρόπο να νοιώσει την ύπαρξη του να δονείται. Η ανθρώπινη ψυχή μαζί με το πνεύμα θέλει κάποια άλλη απόλαυση. Κάποιο πουλί, πού θα κελαϊδήσει, θα προσπαθήσει να το μιμηθεί, θα υψώσει τις φωνητικές του χορδές και θα βγάλει 2-3 ήχους-φθόγγους. θα τσακίσει ένα καλάμι, θα το φύσηξα· κι ο αέρας, που θα περάσει, θα βγάλει τους πρώτους ήχους πνευστοί οργάνου. Τα έντερα από τα ζώα θα τα χρησιμοποιήσει τεντώνοντας τα σε κάποιο δέρμα ή ξύλο, θα τραβήξει τις χορδές· και θα ακουστούν άλλοι ήχοι άλλης ποιότητος, που θα εξελιχθούν αργότερα σε έγχορδα όργανα. Κανένας πολιτισμός δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Από κάπου έγινε ή αρχή. Έτσι κι οι πρώτοι άνθρωποι του χώρου αυτού, γύρω από την Πίνδο, θα χρησιμοποιήσουν το ένστικτο τους και μαζί με τη νόηση θα δώσουν τη σκυτάλη στις επερχόμενες γενεές για τον εκπολιτισμό της ανθρωπότητος.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους έλλοπες, που ψάχνουν στο λάρυγγα τους να ανακαλύψουν ήχους σαν του πουλιού, ας ήταν μάλιστα και κάποιο αηδόνι. Όσοι είχαν την τύχη ν’ ακούσουν αηδόνι στην Ήπειρο πριν από την αυγή, θα καταλάβουν, γιατί προσωπικά εγώ θεωρώ το αηδόνι ως τον πρώτο συνθέτη μιας μουσικής φράσεως. Στην προσπάθειά τους να βγάλουν ήχους κίνησαν κάπως το σώμα τους και τότε ένοιωσαν χαρά, δημιουργώντας την αρχή του χορού. Τι σημαίνει χορός; Χορός: Χ-αρά (Χ), Ό-μήγυρις (Ο) στον χώρο, (Σ) με κινήσεις παλινδρομικές. Ti άλλο έμενε, για να εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους και να τα εκδηλώνουν; Μέσα στα κυκλώπεια τείχη, που ήδη είχαν κτίσε«, μετά την κοπιαστική εργασία τους μαζεύονταν, για να χαρούν άφοβα τη σχόλη τους. Τώρα μπορούν να δημιουργούν και ν’ αυτοσχεδιάζουν παραστάσεις χορού – ασματος - συλλαβών με συνοδεία διαφόρων οργάνων που επινοούσαν. Να τα λοιπόν τα πρώτα θέατρα έτοιμα. Αλλά τι μπορεί να παρίσταναν έκτος των ηχητικών κατασκευασμάτων; Κι όμως οι κύκλωπες, οι πρώτοι άνθρωποι που παρακολούθησαν τη φύση, είχαν προσέξει τις χαρές του τράγου με την γίδα. Έτσι οι νέοι ντυμένοι με τις πρόβειες αυτών των ζώων γελούσαν μιμούμενοι τις ωδές των τράγων, εξ ου και ή λέξη τραγωδία».
Πόσες χιλιάδες χρόνια να πέρασαν, που οι άνθρωποι εξελισσόμενοι μπορούσαν να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους και τα γεγονότα της ζωής τους σε μια θεατρική παράσταση; Έως ότου όμως φθάσουν στην ανάπτυξη της τραγωδίας και κτίσουν στη Δωδώνη το αρχαίο θέατρο, τόσο μεγάλης χωρητικότητας, για ν’ απολαμβάνουν χιλιάδες κόσμος το αρχαίο δράμα, το υψηλότερο πνευματικό και καλλιτεχνικό δημιούργημα των ανθρώπων μέχρι σήμερα, ας θυμηθούμε, ότι «προ πολλών χιλιάδων ετών οι κύκλωπες του Ελληνικού χώρου συνέλαβαν την φοβερή αξία του δρώντος λόγου («μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας») ως παιδευτικού συστήματος για την καθιέρωση της ενάρχου τάξεως».
Ας επιστρέψουμε όμως στις ηχητικές ανακαλύψεις των πρώτων ανθρώπων, που τραγούδησαν πάνω σε δύο-τρείς ήχους-φθόγγους-τόνους. Δεν θα ήτανε δύσκολο αργότερα, να τραγουδήσουν και σε 4-5 ήχους-τόνους. Τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου και όλα τα εναπομείναντα τραγούδια της περιοχής Πωγωνίου βασίζονται σ’ αυτή την πεντάφθογγη κλίμακα. Τι είναι όμως αυτά τα τραγούδια; Μήπως είναι ηχητικά λείψανα ραψωδών και ρητόρων μιας εποχής, προσαρμοσμένα αργότερα στις ανάγκες του εξελισσόμενου ανθρώπου; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει, ότι οι Ρωμιοί, που τα παρέλαβαν και τα επένδυσαν με λόγια που ταίριαζαν στις προτιμήσεις τους, δεν τα αλλοίωσαν, ώστε να θυμίζουν σήμερα ακρωτηριασμένες αρχαίες κολώνες, που στηρίζουν κάποιες παλιές εκκλησίες; Είναι δυνατόν, οι άνθρωποι εκείνοι με τα μεγάλα τους επιτεύγματα, με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τις επιστήμες, τις τέχνες όπως ή γλυπτική, ή αρχιτεκτονική, με τόσους ραψωδούς, ρήτορες, ποιητές, με μια τόσο τέλεια γλώσσα με μουσικές ανταύγειες, είναι δυνατόν να μην είχανε αναπτύξει και την τέχνη της μουσικής, δημιουργώντας μουσικά έργα εφάμιλλα των άλλων καλλιτεχνικών τους δημιουργημάτων;
Παρ’ ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δύο συστήματα μουσικής γραφής, ένα για την οργανική μουσική κι άλλο για τη φωνητική, εν τούτοις ακόμα σήμερα οί παραδοσιακές μας μουσικές σχολές, πού εναγωνίως προσπαθούν να διαφυλάξουν αυτά τα μουσικά λείψανα του παρελθόντος, δεν έχουν βρει τρόπο να τα συγκεντρώσουν και να τα καταγράψουν. Πόσο ακόμη θ’ αντέξουν στο χρόνο με την ηχητική παράδοση από στόμα σε στόμα, όταν ήδη ίχνη και μόνο διασώζονται; Δεν μπορούν οι υπεύθυνοι ν’ αναλάβουν να διασώσουν κάποια απ’ αυτά τα ίχνη αυτής της μουσικής, που θα είναι για τον μελλοντικό μελετητή-έρευνητή-μουσικό μια γραπτή πηγή ενημέρωσης ή μια πηγή έμπνευσης, που εύκολα θα μπορεί να βρίσκει ο ενδιαφερόμενος; Προτιμούν, να αλλοιωθούν ή και να χαθούν εξ ολοκλήρου, όπως ήδη έχει γίνει, παρά να καταγραφούν και να διδαχθούν έστω και σε συγκερασμένο σύστημα; Για τους γνωρίζοντες ότι τα τραγούδια μας δεν είναι συγκερασμένα και δεν μπορούν να καταγραφούν, ας δούμε τί αναφέρει ο Λάμπελετ στο βιβλίο του «Η Ελληνική δημώδης Μουσική»:...τα εννέα δέκατα της λαϊκής μας μουσικής έχονν μεγάλην καλλιτεχνικήν αξίαν δι’ αλλάς χαρακτηριοτικάς και σημαντικάς εκφραστικάς ιδιότητας, τας οποίας περιλαμβάνουν...»∙ και συνεχίζει: …έκτος της Ελληνικής λαϊκής μουσικής και άλλοι μουσικοί άλλων φυλών κάμνουν τα τραγούδια των να ακούωνται εις μη συγκερασμένας κλίμακας όπως Κάτω Ιταλία, Σικελία, Ινδίαι κ.ά».
«Ευλογημένη χώρα!», αναφωνεί Ο μουσικολόγος Γιάννης Παπαϊωάννου, εννοώντας τον μουσικό πλούτο της χώρας μας, σε άρθρο του με τίτλο «Μουσική Ελλάδα». Η πραγματική μουσική παράδοση πάει πολύ μακρυά. Τουλάχιστον 5 χιλιετίες σε υψηλό επίπεδο. Το πρώτο μουσικό όργανο, ένας αυλός πού βρέθηκε στη Θεσσαλία, μας το επιβεβαιώνει. Όμως οι κάτοικοι του Ελληνικού χώρου δεν αναφέρουν ποτέ στην ιστορία τους, ότι τα τραγούδια τους τα πήραν και τα εκμεταλλεύτηκαν άλλοι λαοί, τα οικειοποιήθηκαν οι γείτονες μας και τα φτιάξαν «δικά τους». Έτσι, όταν το γένος των Ελλήνων τραγουδάει τα τραγούδια του, που βασίζονται σ’ αυτούς τους πανάρχαιους «τρόπους», έρχονται κάποιοι και πείθοντας μας για τη γνώμη τους μας λένε: Τι ωραία αυτά τα ανατολίτικα τραγούδια, τι όμορφα αυτά τα αρβανίτικα, άσε κείνα τα σλαύικα, που μας φέρνουν κι εμάς ρίγη χαράς, γιατί μας θυμίζουν κάποια Ελληνικά. Όσο για τα πεντάφθογγα της Ηπείρου, τ’ αποκαλούν κινέζικα...
Πράγματι πολλοί μουσικολόγοι βρίσκονται σε αμηχανία, μη μπορώντας να εξηγήσουν, πώς αυτό το πεντάφθογγο σύστημα, όπου βασίζονται τα τραγούδια της Ηπείρου, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι από άλλους λαούς όπως: Κίνα, Ιαπωνία, Ιάβα, Πολυνησία, Ιρλανδία, Σκωτία, Αφρική, Ισπανία, Γαλλία, Ρωσσία, Γερμανία, Ρουμανία και Αμερική, χωρίς όμως οι λαοί αυτοί να μπορούν να συναγωνιστούν μερικά από τα σπάνια εναπομείναντα δείγματα μουσικής ομορφιάς της Ηπείρου, που είναι ποτισμένα με ήθος, αρετή, σοβαρότητα, στοχασμό, βάθος μουσικής σκέψεως, που γίνονται δύσκολα αντιληπτά από το μη μυημένο μουσικό αυτί λόγω της πολυπλοκότητος του χαρακτήρα αυτής της μουσικής3.
Δυστυχώς δεν είχε δοθεί η ανάλογη προσοχή από πολλούς Έλληνες μουσικούς προηγουμένων ετών, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί ανεκτίμητο μουσικό υλικό τον καιρό που ακόμη αυτά τα τραγούδια ταπεινά και ωραία κυριαρχούσαν στον χώρο της Ηπείρου και γαλούχησαν ολόκληρες γενεές. Αν δεν υπήρχαν οι πρακτικοί μουσικοί, θα είχαμε χάσει κι αυτά τα ίχνη σπουδαιότητας αυτής της μουσικής. Οι ξένοι δεν μπορούν να μπουν στο πνεύμα αυτών των τραγουδιών και οι μη Ηπειρώτες μουσικοί καταλάβαιναν τον θησαυρο που κρυβόταν, π.χ. Λάμπελετ, Χ. Σακελλαρίου κ.ά., αλλά δεν τα άγγιξαν, για να τα καταγράψουν στις συλλογές τους, όπως έκαναν για τα Πελοποννησιακά, Νησιώτικα κ.ά. Κάποτε η ΕΡΤ μας καλόπιανε και πάρα πολύ συχνά είχε έναν «σκάρο», που, όποιος τον άκουγε, ράγιζε η καρδιά του. Τον άκουγαν οι παλιοί κι έκλαιγαν. Δεν μπόρεσα τότε να εμβαθύνω στο γιατί ο πατέρας μου έκλαιγε με λυγμούς γι’ αυτόν τον «σκάρο».
Αργότερα η επιστημοσύνη των αρχαίων Ελλήνων θα δημιουργήσει κλίμακες με 8 φθόγγους. Όπως ο ζωγράφος διαλέγει μία κλίμακα χρωμάτων, για να ζωγραφίσει έναν πίνακα, έτσι κι ο μουσικός θα βασιστεί πάνω σε μια σειρά φθόγγων, δηλ. μια κλίμακα, για να συνθέσει το δικό του μουσικό έργο. Από τους 15 αρχαίους ελληνικούς τρόπους ή κλίμακες, όπως τους ωνόμαζαν (Φρύγιος, Λύδιος, Ιωνικός κ.λπ.), έχουν διασωθεί ελάχιστα μουσικά έργα, όπως η στήλη του Σεικίλου κ.ά. Απ’ αυτούς τους τρόπους ή κλίμακες τους δύο χρήσιμοποίησε η Προκλασσική και η Κλασσική μουσική. Η σημερινή κλίμακα ΝTO είναι ο Λύδιος τρόπος, το ίδιο αναλογεί στην Ελάσσονα κι ο Υποδώριος. Επίσης η Τζαζ, η Μπλουζ μουσική, η Ροκ, όλες βασίζονται στους αρχαίους Ελληνικούς τρόπους, για να δημιουργήσουν με το δικό τους χαρακτήρα και ήθος τη δική τους μουσική. Διότι κάθε λαός εκφράζεται διαφορετικά ο ένας από τον άλλον.
Γι’ αυτό θα πρέπει να σκεφτούμε, ότι οι γείτονες μας κι οι «φίλοι» μας δεν μας σεβάστηκαν όσο θάπρεπε, γιατί, αφού τους δανείσαμε τρόπους, για να εκφραστούν και να εξευγενιστούν, δεν μας είπαν, σαν βάρβαροι που ήταν, ένα «ευχαριστώ». Οφείλουμε να υποστηρίζουμε κι εμείς με την σειρά μας αυτά τα τραγούδια, αυτή τη μουσική. Αυτά, που αυτοί ακόμα χορεύουν και καμαρώνουν, από δω έχουν αφετηρία, γιατί εκείνο τον καιρό η σπορά των Ελλήνων έρριχνε τους χυμώδεις καρπούς του πολιτισμού στον κόσμο, πριν ακόμα αυτοί αποκτήσουν ιστορική ζωή.
Τον λόγο, την ομιλία τα κατευθύνει ο νους, ενώ η μουσική είναι έκφραση της ψυχής. Παρατηρήοτε ένα μωρό, πως επηρεάζεται, όταν ακούει μουσική. Πόσες γενεές Ελληνοπαίδων δεν νανουρίσθηκαν κάποτε με τα κατά τόπους νανουρίσματα. Όταν ο άνθρωπος μεγαλώσει κι αναπτυχθεί η νοημοσύνη του, τότε νομίζει, ότι δεν ξέρει μουσική. Λες και το να νοιώσεις ένα ηλιοβασίλεμα χρειάζεται να πάρεις μαθήματα. Ό,τι είναι τα μάτια για έναν πίνακα ζωγραφικής με το ηλιοβασίλεμα, είναι και μια καντάδα για την ακοή. Για όλα η ψυχή είναι εκείνη που συμβάλλει στην απόλαυση. Όταν ακούμε μια μουσική, δεν πρέπει να λέμε, δεν την καταλαβαίνω. Η όποια μουσική δεν είναι ανάγκη να έχει ιστορία ή «λόγια», για να την εννοήσουμε. Άλλο, όταν εκτελεί χρέη συνοδείας. Η ψυχή μας ανάλογα με τις ευαισθησίες μας και την πνευματική μας καλλιέργεια απολαμβάνει. Αν μια τραγική εικόνα ενός πολέμου οπτικά μας προκαλεί οδύνη, μια ανάλογη μουσική θα μας προκαλέσει το ίδιο συναίσθημα. Πρέπει ν’ ακούμε μουσική όλων των ειδών. Όχι μόνο τραγούδια, που μπορούν να μας επηρεάζουν οι στίχοι τους. Πρέπει ν’ ακούμε δημοτική μουσική όλων των χωρών, πρέπει ν’ ακούμε γενικά Έλληνες συνθέτες, πρέπει ν’ ακούμε και ξένους, Ευρωπαίους, Αμερικανούς, Ρώσσους, Ινδούς κ.λπ. Τότε καταλαβαίνουμε, πόσο η μουσική είναι μια πανανθρώπινη έκφραση, πού δεν χρειάζεται να την σπουδάσεις, για να συγκινηθείς από αυτήν.
Βεβαίως η μουσική έχει πολλές διαστάσεις. Δίνει μεγάλη ικανοποίηση σ’ αυτόν που την σπουδάζει. Ο χρόνος που χρειάζεται, για να εξασκηθεί ο διδασκόμενος και η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται, όταν φτάσει σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, του δίνει αυτοπεποίθηση και υπεροχή. Διότι μαζί με το συναίσθημα μια σωστή μουσική διδασκαλία οξύνει τον νου. Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στη μουσική εκπαίδευση των παιδιών τους. Ένας πολίτης εθεωρείτο ευυπόληπτος, αν γνώριζε και μουσική. Όταν διδάσκεσαι μουσική, μπορείς να παίζεις τη μουσική που έγραψαν άλλοι. Όμως άλλη η χαρά του να μπορώ ν’ ακούω και ν’ απολαμβάνω, άλλη η χαρά, κατόπιν επιπόνου εργασίας, να μπορώ να εκτελώ μουσική, που έγραψαν άλλοι· κα'ι διαφορετική η χαρά, όταν μπορώ εγώ να δημιουργήσω από μέσα μου δική μου μουσική. Είναι ή χαρά της δημιουργίας. Μ’ οποίον τρόπο κι αν δημιουργούμε, είναι κάτι δικό μας και το χαιρόμαστε. Μας δίνει ικανοποίηση, «έχει βγει από μέσα μας». Πόσοι από μας κάποια στιγμή δεν παίξαμε μ’ ένα μολύβι στο χαρτί και φτιάξαμε ένα «ανθρωπάκι»; Το κυττάξαμε και γελάσαμε. Γιατί να μη μεταφέρουμε κάτι ανάλογο και στη μουσική; θαυμάζουμε σήμερα τα παιδιά, όταν οι δάσκαλοι τους παρουσιάζουν τις μαθητικές εκθέσεις ζωγραφικής στα σχολεία. Οι δάσκαλοι πολύ σοφά με την καθοδήγηση τους έχουν αφήσει τα παιδιά να εκφρασθούν ελεύθερα. Η φαντασία τους καλπάζει, βλέπουμε ποικιλία θεμάτων και όργιο χρωμάτων. Δεν θα μπορούσε άραγε να συμβεί το ίδιο και στη μουσική; Η χαρά της δημιουργίας δίνει στον άνθρωπο μεγάλη ικανοποίηση: εκτονώνεται κι ανανεώνεται. Φανταστήτε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζωγραφίζουν, γράφουν στίχους, βιβλία, παράγουν μουσική, όχι για να βγάλουν χρήματα ή να δοξαστούν, αλλά από μια εσωτερική ανάγκη να εκφραστούν.
Σήμερα σε πολλά ωδεία της Ευρώπης και της Αμερικής υπάρχει ειδικό μάθημα μουσικού αυτοσχεδιασμού. Από πολύ νωρίς ο μικρός μαθητής μαθαίνει να παράγει δικούς του ήχους. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής κανένα ωδείο δεν καθιέρωσε αυτό το μάθημα. Παρ’ ότι τα παιδιά του τόπου μας με την ευφυΐα, την κινητικότητα και το συναίσθημα που διαθέτουν πολλά θα ωφελούντο με το μάθημα του μουσικού αυτοσχεδιασμού. Ωστόσο ο τομέας αυτός είναι άγνωστος. Ας ευελπιστούμε, ότι θα γίνει κι αυτό, αφού απ’ αυτόν τον χώρο, όπου πρωτακούστηκε το κελάρυσμα του νερού, οι φωνές των πουλιών, οι πρώτοι ήχοι της φλογέρας, όπου αντιλάλησαν στα βουνά οι βοσκοί, μαζί με την γένεση της γλώσσας και του πολιτισμού και με τα πρώτα θέατρα του κόσμου, θα συνεχίσει να εξελίσσεται η μουσική με όσα εμπόδια, κι αν προβάλλει η σκοτεινή εποχή μας .
Η σύγχρονη μόρφωση τόσων νέο-Ελλήνων, πλουτισμένη από την εξέλιξη του πολιτισμού, μαζί με το ερευνητικό πνεύμα, με το οποίο είναι προικισμένη η Ελληνική φυλή, έχει τα μέσα για να ενημερωθεί και να εξελιχθεί. Βιβλία, περιοδικές εκδόσεις, οπτικοακουστικά συστήματα, επικοινωνία με όλους τους λαούς της Γης, μαζί με το δικό του πολιτισμό, που από καταβολής κόσμου θέλει δεν θέλει κουβαλάει μαζί του, θα ρθει η χρονική στιγμή, που θα τον ωθήσουν, για να συνεχίσει και θα ξαναζωντανέψει τη μουσική του παραγωγή. Αυτή, που ξεκίνησε από τον έλλοπα-θηρευτή. Ξαστερωμένο το φωτισμένο μυαλό του σύγχρονου Έλληνα από άχρηστους συναισθηματισμούς και γεμάτο εμπειρίες από το ιστορικό του παρελθόν, θα σταματήσει να αντιγράφει σαν κακός μαθητής το χειρόγραφο του Ευρωπαίου και θα ψάξει μέσα του να βρει τη συνέχεια του εαυτού του. Το προζύμι υπάρχει, το βαστάει ακόμα ζεστό στην αγκαλιά της η Ελληνική φύση.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τεύχος 166
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τεύχος 166
Συγγραφέας: Νάσος Πάνθηρας
Πηγή: ramnousia.com