Ο Σπινόζα που διαβάζουμε στο έργο «Πολιτεία – Πολιτική Πραγματεία» δεν είναι ο αφαιρετικός μεταφυσικός της «Ηθικής», αλλά ένας οξύνους πολιτικός στοχαστής που απευθύνεται σε προβλήματα της εποχής του. Προβάλλει εδώ τη λογική σαν τον κατεξοχήν οδηγό οργάνωσης και διακυβέρνησης του κράτους. Ακόμα κι αν το πολίτευμα είναι η βασιλεία, πρέπει να ακολουθεί της επιταγές της λογικής, ειδάλλως σφάλλει, και αν η Πολιτεία δεν έχει νόμους που συνάδουν με τους φυσικούς νόμους της λογικής, πρέπει να βλέπουμε σ’ αυτήν όχι κάτι που ανήκει στη φύση, αλλά μια χίμαιρα. (4.4)
Αν πούμε πως η Πολιτεία έχει δικαίωμα να διατάξει τους πολίτες να κάνουν αυτό που η ανθρώπινη φύση αποστρέφεται, όπως να μην αποφύγει τον θάνατό του, να σκοτώσει τους αγαπημένους του, να γίνει μάρτυρας εναντίον του εαυτού του, είναι σαν να λέμε ότι ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να είναι παράφρων ή να παραληρεί. «Με ποιες υποσχέσεις ή ποιες απειλές ένας άνθρωπος θα μπορούσε να αγαπήσει εκείνο που μισεί ή να μισήσει εκείνο που αγαπά;» (3.8). Αυτό που κάνει τους ανθρώπου καλούς πολίτες είναι η ανικανότητα να ζήσουν μόνοι τους, η ελπίδα ότι μια καλή Πολιτεία θα τους χαρίσει την ελευθερία και την ειρήνη και ο φόβος αντιποίνων αν δεν υπακούσουν στις προσταγές της. «Εκείνοι που δεν έχουν ούτε φόβο ούτε ελπίδα δεν εξαρτώνται παρά από τους ίδιους τους εαυτούς τους και είναι εχθροί του κράτους, στους οποίους έχουμε το δικαίωμα να επιβάλλουμε έναν καταναγκασμό.» (3.8). Οπότε από τη μια ο εξουσιαστής πρέπει να σεβαστεί τις ανάγκες των πολιτών του και από την άλλη οι πολίτες οφείλουν να υπακούν στους νόμους. «Κάθε πολίτης εξαρτάται όχι από τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά από την Πολιτεία, στις ρητές διαταγές της οποίας είναι υποχρεωμένος να υπακούει…ακόμα κι αν ο υπήκοος κρίνει άδικες τις διαταγές της πολιτείας, είναι ωστόσο υποχρεωμένος να υποτάσσεται σε αυτές.» (3.5)
Σε επίπεδο κρατών, ο Σπινόζα πρότεινε τη συνεργασία, πάντα με οδηγό τη λογική και την αναγκαιότητα. «Αν δύο Πολιτείες θέλουν να αλληλοβοηθούνται, θα έχουν μαζί περισσότερη δύναμη και άρα περισσότερα δικαιώματα» (3.12). Η συνθήκη θα διατηρείται όσο καιρό ισχύει η αιτία που τη συνέστησε, δηλαδή είτε ο κίνδυνος ενός κακού ή η ελπίδα μιας ωφέλειας, αλλιώς η καθεμιά έχει δικαίωμα να σπάσει τη συμφωνία. «Όσο περισσότερες χώρες υπάρχουν που συμφωνούν για την ειρήνη, τόσο λιγότερο η καθεμιά από αυτές είναι επίφοβη στις άλλες». (3.16)
«Αν μια Πολιτεία παραπονιέται πως εξαπατήθηκε, δεν μπορεί να καταγγείλει το νόμο της ομόσπονδης Πολιτείας, αλλά να μέμφεται μάλλον τη δική της επιπολαιότητα: εμπιστεύθηκε τη σωτηρία της σε μια άλλη ανεξάρτητη Πολιτεία, για την οποία η σωτηρία του δικού της κράτους είναι ο υπέρτατος νόμος.» (3.14)
Ο Μπαρούχ Σπινόζα γεννήθηκε στο Άμσταρνταμ το 1632 και πέθανε 44 ετών στη Χάγη, μάλλον από φυματίωση. Στη συνέχεια, ο Σπινόζα απευθύνεται στο πρόβλημα του πώς θα εναρμονιστούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες των πολιτών με τις επιταγές του κράτους. “Η πείρα έχει διδάξει στους πολιτικούς ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχουν προβλήματα» (1.2)
«Ένα πράγμα είναι βέβαιο, ότι οι άνθρωποι είναι αναγκαστικά υποταγμένοι σε αδυναμίες, είναι φτιαγμένοι κατά τέτοιον τρόπο, που νοιώθουν οίκτο για εκείνους που βρίσκονται στη δυστυχία, ζήλεια για εκείνους που απολαμβάνουν την ευτυχία, ότι φέρονται πολύ περισσότερο προς την εκδίκηση παρά προς τον οίκτο, επιπλέον ο καθένας επιθυμεί να ζουν και οι άλλοι σύμφωνα με την δική του διάθεση, να εγκρίνουν εκείνο που αυτός ο ίδιος εγκρίνει, ν’ απορρίπτουν εκείνο που αυτός ο ίδιος απορρίπτει.» (1.5)
Ο Σπινόζα θεωρεί ότι σκοπός του κράτους είναι να μετριάσει αυτές τις φυσικές αδυναμίες των πολιτών, να τους κάνει να παραμερίσουν τα πάθη τους και να ενστερνιστούν τη λογική. Μόνο αυτός που ζει κάτω από την καθοδήγηση της λογικής μπορεί να αποκαλεστεί ελεύθερος. Ακόμα κι αν ο δεσπότης καταφέρει να ελαχιστοποιήσει τη βία και την ανυπακοή, αν το καταφέρει αυτό μόνο εξαναγκαστικά, το κράτος θα πρέπει να αποκαλείται «ερημιά», όχι Πολιτεία, και οι πολίτες καταντούν δούλοι και βάρβαροι, όχι ελεύθεροι υπήκοοι.
Το όραμα του Σπινόζα για μια ιδεατή κοινωνία, αφορά μια δυναμική σχέση μεταξύ υπηκόου και εξουσιαστή, όπου «οι άνθρωποι δε γέννιουνται πολίτες, γίνονται» (5.2) και «η ειρήνη δεν είναι η απλή απουσία πολέμου, είναι μια αρετή, γιατί η υπακοή είναι μια σταθερή θέληση να κάνεις εκείνο που πρέπει να γίνει σύμφωνα με το κοινό δίκαιο της Πολιτείας.» (5.4). Η ειρήνη δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας αδράνειας των υπηκόων που οδηγούνται σαν κοπάδι. Αυτοί που νομίζουν ότι ένας μόνο άνθρωπος μπορεί να έχει το υπέρτατο δικαίωμα στην Πολιτεία διαπράττει μεγάλο λάθος, καθώς η δύναμη μόνο ενός ανθρώπου είναι αδύνατον να κρατήσει ένα τόσο μεγάλο βάρος.
Έτσι, «το κράτος που νομίζουμε πως είναι απόλυτα μοναρχικό, είναι στην πραγματικότητα αριστοκρατικό, κι αυτό όχι με φανερό τρόπο, αλλά καμουφλαρισμένο, και γι’ αυτό είναι κακό.» (6.5). Εφόσον οι καλοί πολίτες (αυτοί που υπακούν στη λογική) είναι σπάνιοι και ο βασιλιάς θα θέλει να κρατήσει την εξουσία του, θα φοβάται περισσότερο τους εσωτερικούς εχθρούς παρά τους εξωτερικούς, με αποτέλεσμα να καταπιέζει τους πολίτες.
Χρησιμοποιεί την ιστορία με τον Οδυσσέα και τις σειρήνες, όπου αυτός είχε δώσει εντολή στους συντρόφους του να τον δέσουν στο κατάρτι και όσο κι αν τους διέταζε να τον ελευθερώσουν στο κάλεσμα των σειρήνων, να μην τον υπακούσουν. Έτσι και ο μονάρχης δεσμεύεται από τους νόμους που βρήκε όταν πήρε την εξουσία, γιατί οι πολίτες έχουν συμφωνήσει να του δώσουν αυτήν την εξουσία στη βάση αυτών των νόμων. «Πρέπει κάθε νόμος να εκφράζει μια θέληση του βασιλιά, αλλά όχι και κάθε θέληση του βασιλιά να έχει ισχύ νόμου.» (7.1). Ακόμα και ένας βασιλιάς περιορίζεται από τους νόμους του κράτους, και οι πολίτες οφείλουν να μην τον υπακούσουν όταν αυτός διατάζει κάτι που είναι ενάντιο σε αυτούς.
Αφού λοιπόν ο μονάρχης δεν μπορεί να κυβερνήσει εντελώς μόνος του και οι ενέργειές του πρέπει να μην είναι ανεξέλεγκτες, θα περιβάλλεται από συμβούλους, οι οποίοι είναι πολίτες από κάθε φυλή ή τάξη πολιτών που θα τον βοηθούν να παίρνει αποφάσεις αλλά και στους οποίους θα λογοδοτεί. Επειδή όμως ο εγωισμός είναι σύμφυτος με τον άνθρωπο, αναφέρει κάποιους κανόνες που θα ισχύουν στη λειτουργία και των συμβούλων. Δεν πρέπει να εκλέγονται ισόβια, διαφορετικά το πλειοψηφούν μέρος του πληθυσμού δε θα είχε καμιά ελπίδα να φτάσει σε αυτή την τιμή. Επιπλέον αυτοί, μην έχοντας να φοβηθούν τιμωρία από διαδόχους, θα φέρονταν όσο δεσποτικά τους επέτρεπε η ασυδοσία τους. Η θητεία τους πρέπει να είναι μικρή για να αποτρέπεται και η διαφθορά τους με δωροδοκίες. (7.13)
Επίσης, όταν πράττει ο βασιλιάς, είτε ωθούμενος από φόβο προς τη μάζα του πληθυσμού είτε επειδή θέλει να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία των υπηκόων του είτε ακόμα κι αν πράττει από γενναιοψυχία για το δημόσιο συμφέρον, πάντα θα δίνει ισχύ νόμου στη γνώμη που έχει η πλειοψηφία, έτσι ώστε όσο το δυνατόν να τον ακολουθήσει το σύνολο των πολιτών. (7.11)
Εν τέλει, η ιδανική μοναρχία του Σπινόζα προσομοιάζει αρκετά τη δημοκρατία. Φαίνεται να θεωρεί ότι η δύναμη της πλειοψηφίας είναι εγγενές χαρακτηριστικό της Πολιτείας και αυτή είναι που δίνει στο πολίτευμα δικαιοδοσία, γιατί η πλειοψηφία έχει τη δύναμη, και η δύναμη δίνει το δικαίωμα. Παρατηρούμε στη συνέχεια τη σκέψη του να απομακρύνεται από τη μοναρχία προς την αριστοκρατία, σαν μια βελτιωμένη μορφή πολιτεύματος.
Τα μέσα που έχει ένας παντοδύναμος βασιλιάς για να κυριαρχήσει μας τα έδειξε ο Μακιαβέλι, που μάλλον ήθελε να μας δείξει πόσο πρέπει να προφυλάσσεται ο πληθυσμός από το να αφήνει τη σωτηρία του σε έναν μόνο άνδρα, ο οποίος ή θα πρέπει να είναι αφελής και να νομίζει πως είναι αρεστός σε όλους ή θα πρέπει συνεχώς να φοβάται κάποια ενέδρα και επαγρυπνώντας για τη δική του σωτηρία να καταπιέζει το λαό, παρά να επαγρυπνεί για αυτόν. (5.7)
Τα μέσα που έχει ένας παντοδύναμος βασιλιάς για να κυριαρχήσει μας τα έδειξε ο Μακιαβέλι, που μάλλον ήθελε να μας δείξει πόσο πρέπει να προφυλάσσεται ο πληθυσμός από το να αφήνει τη σωτηρία του σε έναν μόνο άνδρα, ο οποίος ή θα πρέπει να είναι αφελής και να νομίζει πως είναι αρεστός σε όλους ή θα πρέπει συνεχώς να φοβάται κάποια ενέδρα και επαγρυπνώντας για τη δική του σωτηρία να καταπιέζει το λαό, παρά να επαγρυπνεί για αυτόν. (5.7)
Στην αριστοκρατία έχουμε περισσότερο έλεγχο του εξουσιαστή και μεγαλύτερη διάχυση της πολιτικής εξουσίας. Αντί να υπάρχει ένας μονάρχης που ελέγχεται από τους Συμβούλους, η εξουσία και η θέσπιση νόμων ανήκει σε μια πολυάριθμη Σύνοδο που εκφράζει σε μεγαλύτερο βαθμό τη βούληση ολόκληρου του λαού.
Οι Σύνοδοι δεν χρειάζονται σύμβουλους όπως ο βασιλιάς και η λειτουργία τους διαιωνίζεται, καθώς η θητεία των μελών τους δεν είναι μεγάλη, σε αντίθεση με τον βασιλιά που είναι θνητός. Μαζί με τον βασιλιά πεθαίνει και η Πολιτεία κατά κάποιον τρόπο, και πρέπει τον διάδοχό του να τον δεχτεί εκ νέου ο λαός, για να έχει πραγματική εξουσία. Σε περίπτωση ασθένειας του μονάρχη, ή μεγάλης ηλικίας, ή παράλογων μεταβολών στη βούλησή του, η νομοθεσία υποφέρει κάτω από την πλήρη εξουσία του. Καθώς οι νόμοι είναι «η ψυχή του κράτους» (10.9), αυτό θα είναι πιο σταθερό χάρη στη συνέχεια που διατηρεί η Σύνοδος με την αέναη εναλλαγή των μελών της (8.3), σε σχέση πάντα με το τη μοναρχία.
Όμως οι νόμοι παραβιάζονται εύκολα, όταν αυτοί που πρέπει να τους τηρήσουν είναι ακριβώς εκείνοι που είναι σε θέση να τους παραβιάσουν. Χρειάζεται μια δικλείδα ασφαλείας, ένα δεύτερο συμβούλιο Συνδίκων που θα επαγρυπνεί ώστε να μην παραβιάζονται οι βασικοί νόμοι του κράτους που αφορούν τη Σύνοδο και τους δημόσιους υπαλλήλους. Οι Σύνδικοι αυτοί θα εκλέγονται ισόβια για να μην φοβούνται ανταπόδοση από τους διαδόχους τους (που αναγκαστικά θα ανέρχονταν από δημόσια αξιώματα) και θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους ένα μέρος στρατιωτικής δύναμης υπό τις διαταγές τους. (8.19) (8.23)
Ένα τρίτο όργανο του κράτους στην αριστοκρατία είναι η Γερουσία, που έχει το δικαίωμα να καθορίζει τον τρόπο διάθεσης των φόρων, να στέλνει πρεσβευτές όπου κρίνει ότι χρειάζονται, να δίνει οδηγίες στο στρατό και να κηρύττει πόλεμο. Πρέπει σε αυτούς λοιπόν να δίνεται τέτοια αμοιβή ώστε να τους συμφέρει η ειρήνη και όχι ο πόλεμος. Η αμοιβή τους πρέπει να είναι ποσοστό των εξαγόμενων προϊόντων, δεδομένου ότι εν καιρώ πολέμου το εμπόριο μειώνεται. (8.19) (8.31)
Τα μέλη των οργάνων αυτών, σύμφωνα με τον Σπινόζα, είναι υποχρεωμένοι να συγκεντρώνονται και να συγκροτούν συμβούλιο, και οι απουσιάζοντες τιμωρούνται με σημαντικό χρηματικό πρόστιμο. Ειδάλλως, πολλοί θα παραμελούν τις κρατικές υποθέσεις για να ασχοληθούν με τις ιδιωτικές τους. (8.16)
Σε μια τελευταία αξιολόγηση της αριστοκρατίας σε σχέση με τη μοναρχία, ο Σπινόζα αναφέρει ότι μπορεί μεν οι αμοιβές των μελών της Συνόδου, των Συνδίκων και των Γερουσιαστών να είναι μεγάλο έξοδο για το κράτος, αλλά η αυλή του βασιλιά είναι αιτία για μεγαλύτερες δαπάνες και που μάλιστα δεν έχουν στόχο την διαφύλαξη της ειρήνης. Επίσης, σε μια μοναρχία όλο αυτό το χρήμα πηγαίνει μόνο σε ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, ενώ στην αριστοκρατία σ’ έναν μεγάλο αριθμό ατόμων. Επιπλέον, ο βασιλιάς και η αυλή του δεν σηκώνουν οι ίδιοι το βάρος των εξόδων αυτών, ενώ η Σύνοδος, οι Σύνδικοι και οι Γερουσιαστές, που πάντα στην αριστοκρατία εκλέγονται μεταξύ των πιο πλούσιων, σηκώνουν μεγάλο μερίδιο των δημοσίων δαπανών.
Τέλος, τα οικονομικά βάρη σε μια μοναρχία, προέρχονται περισσότερο από μυστικές δαπάνες του βασιλιά που δεν απαιτείται η δικαιολόγησή τους, παρά από φανερές. (8.31)
Οι νόμοι παρόλα αυτά, είναι δυνατόν να νικηθούν, και ο μεγάλος εχθρός για τον Σπινόζα είναι ο φόβος. «Όσο καλά κι αν είναι ρυθμισμένη η Πολιτεία, όσο εξαίρετοι οι θεσμοί της, στις στιγμές της αγωνίας, όταν όλοι καταλαμβάνονται από τον πανικό, κάνουν ό,τι τους επιβάλλει ο φόβος και παραδίδονται στον μόνο άνθρωπο, γνωστό για τις ικανότητές του, με τον οποίο κατανικιέται ο φόβος, χωρίς να ενδιαφερθούν ούτε για το μέλλον ούτε για τους νόμους, και όλων τα πρόσωπα στρέφονται προς τον άνδρα που τον ανέδειξαν οι νίκες του. Τον βάζουν πάνω από τους νόμους, παρατείνουν την εξουσία του και του εμπιστεύονται όλα τα δημόσια πράγματα.» (10.10)
Η απάντηση που δίνει ο Σπινόζα είναι ότι σε μια Δημοκρατία δεν μπορεί ο φόβος να οδηγήσει σε τέτοια αποτελέσματα, καθώς σε μια Δημοκρατία δεν μπορεί ένας μόνο άνδρας να έχει μια φήμη τόσο λαμπρή που να στραφούν όλοι προς αυτόν. Αναγκαστικά θα έχει πολλούς ανταγωνιστές που θα έχουν από πολλούς οπαδούς ο καθένας. (10.10)
Δυστυχώς ο Σπινόζα πέθανε πριν εμβαθύνει στο δημοκρατικό πολίτευμα όσο στο μοναρχικό και το αριστοκρατικό, οπότε η Πολιτική του Πραγματεία έμεινε ημιτελής. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε σε αποσπάσματα καθ’ όλη την έκταση του κειμένου την προτίμησή του για τη δημοκρατία. Ακόμα και στα απολυταρχικά καθεστώτα παρουσιάζει την χρησιμότητα ύπαρξης δημοκρατικών στοιχείων.
Όταν δικαιολογεί την αναγκαιότητα ύπαρξης της Συνόδου στη διαδικασία της νομοθεσίας, και σαν μέσο αποκέντρωσης της εξουσίας από τον βασιλιά στους εκλεκτούς αριστοκράτες, γράφει: «Αν υπάρχει μια απόλυτη εξουσία, δεν είναι παρά εκείνη που κατέχει όλος ο λαός.» (8.3). Οι διαφορές στην ικανότητα μεταξύ ατόμων και η αγραμματοσύνη εμφανίζονται μόνο επειδή ο λαός κρατιέται σε άγνοια για τα σημαντικά θέματα του κράτους (7.4). Διαφορετικά, «η φύση είναι η ίδια για όλους και κοινή σε όλους» (7.27)
Θεωρεί ότι οι ικανότητες ενός μόνο άνδρα δεν είναι αρκετές για να οδηγήσουν την Πολιτεία στην ειρήνη. «Το πνεύμα των ανθρώπων, πραγματικά, δεν είναι πάρα πολύ οξύ για να μπορούν να εμβαθύνουν σ’ όλα τα ζητήματα με μιας, αλλά συζητώντας και ακούγοντας, οξύνεται, και όλο και ψάχνοντας, οι άνθρωποι βρίσκουν τελικά τη λύση που αναζήτησαν και που εξασφαλίζει την επιδοκιμασία όλων.» (9.14)
«Η θέληση μιας Συνόδου αρκετά πολυάριθμης, θα καθοριστεί λιγότερο από την όρεξη παρά από τη λογική» (8.6). Οι συλλογικές αποφάσεις σπρώχνουν τους ανθρώπους στην κοινή κατευθυντήρια λογική σκέψη και στο να «επιθυμούν το καλό, ή τουλάχιστον αυτό που φαίνεται ότι είναι καλό» (8.6)
Περαιτέρω, σε προηγούμενο έργο του, τη «Θεολογικό-Πολιτική Πραγματεία», γράφει:
«Σε μια δημοκρατία υπάρχει μικρότερος κίνδυνος για μια κυβέρνηση να φερθεί ανορθολογικά, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο για την πλειοψηφία μιας συνέλευσης, αν είναι κάποιου μεγέθους, να συμφωνήσει στην ίδια ανοησία.»
«Αυτό το σύστημα διακυβέρνησης (η δημοκρατία) είναι αναμφίβολα το καλύτερο και τα μειονεκτήματά του είναι λιγότερα επειδή είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση.»
Όσο για τη θρησκεία; Ο Σπινόζα ήταν σφοδρός υποστηρικτής της ανεκτικότητας. Εκκλησίες δεν πρέπει να χτίζονται με έξοδα του κράτους, αλλά με έξοδα εκείνων που τους δόθηκε η ελευθερία να ασκούν όποια θρησκεία είναι της αρεσκείας τους, εφόσον δεν είναι επαναστατικές και δεν καταστρέφουν τα θεμέλια της Πολιτείας. (6.39)