Η προέλευση του σουφισμού, σαν εσωτερικού ρεύματος μέσα στους κόλπους του ισλαμισμού, είναι σκοτεινή και αμφιλεγόμενη, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε εσωτερικό ρεύμα.
"για τους Σούφι, που πάντα αρέσκονται να μιλούν με παραβολές και με ποιητική και συμβολική γλώσσα, η διδασκαλία τους, το «κρασί» τους, όπως συνηθίζουν να το αποκαλούν, υπήρχε από πολύ παλιά και ταυτίζεται με την έννοια των Μυστηρίων, που συναντώνται σε όλα τα παραδοσιακά εσωτερικά συστήματα" Γιατί η Διδασκαλία είναι Μία!
Η προέλευση του σουφισμού, σαν εσωτερικού ρεύματος μέσα στους κόλπους του ισλαμισμού, είναι σκοτεινή και αμφιλεγόμενη, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε εσωτερικό ρεύμα. Αν και οι σούφι υποστηρίζουν ότι ο σουφισμός είναι μια εσωτερική διδασκαλία στα πλαίσια του Ισλάμ, που συμβιβάζεται με την ορθοδοξία του Κορανίου, είναι επίσης παραδεκτό ότι πίσω του βρίσκεται μια πανάρχαια εσωτερική παράδοση, που μερικοί σοφοί σούφι την συνδέουν με τον Πυθαγόρα και ακόμα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο ή Θωτ των αρχαίων Αιγυπτίων. Ετσι, για μερικές σχολές του σουφισμού ή για μερικά τάγματα, η σειρά διαδοχής των δασκάλων τους φτάνει μέχρι τον Μωάμεθ, για άλλες μέχρι τον Ουβάις ελ Καρνί, που πέθανε τον 7ο αιώνα και δεν συνάντησε ποτέ τον Μωάμεθ και για άλλες δεν προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη πηγή και υποστηρίζουν ότι οι εσωτερικές τους διδασκαλίες είναι χιλιάδων χρόνων και αντιστοιχούν και συνδέονται με τα ρεύματα του Τρισμέγιστου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων σοφών. Λέει σχετικά ο μεγάλος δάσκαλος σούφι Ιμπν ελ Φαρίντ (1181-1235): «Το κρασί μας υπήρχε πριν από αυτό που εσείς ονομάζετε <σταφύλια> και <αμπέλια>» και μετά «εμείς ήπιαμε προς τιμήν του Φίλου, μεθώντας πριν δημιουργηθεί το αμπέλι».
Σε παραβολές των σούφι το κρασί συμβολίζει την διαχρονική εσωτερική διδασκαλία που, κατά τους ίδιους, είναι η ίδια με όλων των άλλων εσωτερικών συστημάτων, γιατί η Διδασκαλία είναι μία. Και το αμπέλι και το σταφύλι είναι τα συστήματα, τα εξωτερικά κανάλια, τα θρησκευτικά σώματα και τα φιλοσοφικά σχήματα. Για τους σούφι, στους οποίους πάντα αρέσει να μιλούν με παραβολές και με ποιητική και συμβολική γλώσσα, η διδασκαλία ή το κρασί τους υπήρχε από πολύ παλιά και ταυτίζεται με την έννοια των Μυστηρίων σε άλλους παραδοσιακούς πολιτισμούς. Γι'αυτό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ο σουφισμός προϊόν του ισλαμισμού. Απλώς ενσωματώθηκε σ' αυτόν χρησιμοποιώντας τον ως φορέα, εφόσον αποδείχθηκε κατάλληλος εξαιτίας της ανεξιθρησκείας του, μια και σύμφωνα με τα ίδια του λόγια του προφήτη στο Κοράνι, κάθε άλλος προφήτης ή σοφός ιδρυτής θρησκείας ή φιλοσοφικής σχολής θεωρείται απεσταλμένος του Θεού, του Αλλάχ, του Ακατονόμαστου. Τη λέξη «σούφι» την χρησιμοποιούσαν στην Αραβία και πριν από τον Μωάμεθ και οι παραδόσεις μιλούν για την ύπαρξη του σουφισμού στην 2η χιλιετία π.Χ.
Σύμφωνα με τις πιο αποδεκτές απόψεις, η λέξη «σούφι» σημαίνει «μαλλί», δηλαδή το μάλλινο ρούχο ή χιτώνα που φορούσαν οι σοφοί, οι αναχωρητές και οι δάσκαλοι σούφι. Άλλες όμως εκδοχές την συσχετίζουν με το Αϊν Σοφ των καββαλιστών και βρίσκουν μεγάλη σχέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο εσωτερικά ρεύματα. Ετσι, στην «Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρεται ότι οι Εβραίοι σοφοί της Καββάλα θεωρούν ότι η παράδοσή τους και η παράδοση των μυημένων τους έχει την ίδια προέλευση με τον σουφισμό. Οι σούφι όμως αρνούνται ότι η δική τους προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη πηγή και δεν περιορίζονται στην αντιστοιχία με την Καββάλα ή με άλλο παρόμοιο εσωτερικό ρεύμα, αλλά θεωρούν την παράδοσή τους καθολικής διάχυσης.
Στην διδασκαλία των σούφι είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι διατηρείται η συμβολική χρήση της γλώσσας, όπως στα αρχαία μυστήρια, ώστε μόνο οι «έτοιμοι» και οι μυημένοι να μπορούν να καταλάβουν. Γι' αυτό, όταν μεταφράζεται σε ξένη γλώσσα μια πραγματεία ή ένα ποίημα των σούφι, το μόνο που μένει είναι η σκέτη εξωτερική φλούδα, όμορφες λέξεις, βαθιά ίσως φιλοσοφικά νοήματα, αλλά χωρίς το πραγματικό εσωτερικό και πολυδιάστατο μήνυμά του.
Μέσα στη διδασκαλία των σούφι, που καλύπτει όλο το ανθρώπινο φάσμα εκφράσεων, διακρίνουμε, για παράδειγμα, την εξελικτική θεωρία πολύ πριν από τον Δαρβίνο και την θεωρία ότι το ανθρώπινο ον προήλθε από τη θάλασσα, όπως έλεγε και ο Αναξίμανδρος στην προσωκρατική Ελλάδα. Η διδασκαλία τους προχωρεί περισσότερο και ισχυρίζεται ότι το ον εξελίσσεται από ορυκτό σε φυτό, από φυτό σε ζώο, μετά σε άνθρωπο, ύστερα σε άγγελο, μέχρις ότου συγχωνευθεί στη θεία συνείδηση, όπως λένε οι εσωτερικές ανατολικές διδασκαλίες, όταν μιλούν για κύκλους εξέλιξης μέσα σε πλανητικές αλυσσίδες, γύρους και μπαλόνια ή για κόσμους ύπαρξης σε διάφορες συνειδησιακές διαστάσεις.
Ο σουφισμός στον δυτικό μεσαίωνα είχε μεγάλη επίδραση. Όπως είναι γνωστό, η αρχαία κλασική φιλοσοφία ξαναήρθε στη μεσαιωνική Δύση μέσω των Αράβων μεταφραστών και σχολιαστών, που είχαν κεντρική έδρα στην Ευρώπη, την Ισπανία, που κατέκτησαν τον 8ο αιώνα. Για παράδειγμα, ο μοναχός Ρογήρος Βάκων (1214-1294) ο μεγάλος μύστης και θεμελιωτής της εμπερικής μεθόδου, είχε σπουδάσει στην Ισπανία των Σαρακηνών και είχε έρθει σε επαφή με μύστες σούφι, τους οποίους και αναφέρει στα φιλοσοφικά του έργα ως «ανατολίτες φιλοσόφους». Ο Βάκωνας πιθανόν μυήθηκε στη σχολή της Κόρντοβα, της οποίας σημαντικός δάσκαλος υπήρξε ο Μπεν Γκάμπιρον ή Αβισεβρών, που άσκησε ζωτική επίδραση στην ίδρυση του φραγκισκανικού τάγματος από τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, στο οποίο εισήλθε ο Βάκωνας το 1247. Επίσης, ο μεγάλος εσωτεριστής φιλόσοφος Ραϋμόντ Λουλ παραδέχεται ότι έγραψε το περίφημο ποιήμα του «Το βιβλίο του Εραστή και της Αγαπημένης του» (1283) βασιζόμενος σ' ένα σουφικό πρότυπο.
Εκεί όμως που είναι πιο φανερές οι σχέσεις και οι επιδράσεις του σουφισμού στη Δύση, είναι στο τάγμα των Ναϊτών. Μερικοί από τους εννέα αρχικούς ιππότες-ιδρυτές του τάγματος λέγεται ότι ήταν μύστες σούφι, όπως ο αρχηγός τους, ο Ουγκε ντε Πεϋν και ο Γοδεφρείδος ντε Σαιντ-Ομέρ. Οι επαφές των Ναϊτών στους Αγίους Τόπους με ορισμένους σούφι και με τα μυστικά τάγματά τους, είναι πλέον εξακριβωμένες ιστορικά, από τα πρακτικά της δίκης εναντίον του ναϊτικού τάγματος, που προκάλεσε την εξαφάνισή τους. Πολλά ιπποτικά εσωτερικά τάγματα που ιδρύθηκαν μετά, φέρνουν τη σφραγίδα τους και συνεπώς την επίδραση του σουφισμού. Οι μεσαιωνικές γνώσεις περί αστρολογίας, αλχημείας, μαγείας κ.λπ. εισήλθαν στη Δύση μέσω των Αράβων και των Εβραίων καββαλιστών και των διδασκάλων σούφι, οι διδασκαλίες των οποίων επιβίωσαν ανάμεσα στις διάφορες εσωτερικές ομάδες της Ευρώπης, από τον μεσαίωνα ως την σύγχρονη εποχή.
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΥΦΙΣΜΟΥ
Ένα από τα κύρια χαρακτηρστικά του σουφισμού είναι η ποικιλία των εκφράσεων με την οποία μπορούν να μεταδώσουν τις διδασκαλίες τους οι δάσκαλοι σούφι. Μέσα από τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό, όπως στην περίπτωση των δερβίσηδων (υποψήφιοι σούφι ειδικής σχολής), μέσα από την ομαδική εργασία, από τη χρήση συμβόλων, σημείων, παραβολών, μέσα από αισθητηριακές εντυπώσεις, από ποιήματα, παραβολές, αφηγήσεις, μέσα από υψηλές μεταφυσικές ή φιλοσοφικές έννοιες κ.α., ο διδάσκαλος σούφι καταφέρνει να μεταδώσει στον μαθητή του, σύμφωνα με ό,τι αυτός χρειάζεται, μια διδασκαλία και μια πιο υψηλή πνευματική κατάσταση συνείδησης. Αυτές οι διάφορες μέθοδοι, παρόλο που χρησιμοποιούνται ελεύθερα από κάθε δάσκαλο ανάλογα με την περίπτωση και την ανάγκη, αποτέλεσαν με την πάροδο του χρόνου διάφορες σχολές ή τάγματα που εξειδικεύθηκαν και ανέπτυξαν περισσότερο κάποια από αυτές τις μεθόδους. Τέσσερα είναι τα κλασικά τάγματα των σούφι, αν και υπήρχαν πολλοί φημισμένοι δάσκαλοι και μύστες σούφι που δεν ανήκαν σε κανένα από αυτά και χρησιμοποιούσαν τα δικά τους συστήματα, τα οποία όμως δεν κατόρθωσαν να αποκρυσταλλωθούν σε κάποια συγκεκριμένη παραδοσιακή σχολή μετά τον θάνατό τους.
Το τάγμα «Χίστι», που είναι το παλαιότερο, ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τον δάσκαλο Αμπούτ Ισάκ Χίστι, απόγονο του Μωάμεθ και χρησιμοποίησε τη μουσική και τον χορό για τις ασκήσεις του. Οι δερβίσηδες αυτού του τάγματος έμπαιναν στις πόλεις, τραγουδούσαν κι έπαιζαν μουσική χορεύοντας, για να συγκεντρώνουν και να γοητεύουν τους ανθρώπους και ύστερα τους διηγούνταν μια ιστορία ή έναν μύθο που είχε διδακτική και μυητική σημασία. Εκείνοι που καταλάβαιναν και «ξυπνούσαν», τους ακολουθούσαν. Γρήγορα, όμως, οι Χίστι απολιθώθηκαν, όπως έγινε αργότερα και με άλλα τάγματα σούφι και οι τεχνικές τους περιορίστηκαν σε μια απλοϊκή αγάπη για την μουσική και σε μια επιφανειακή χορευτική δεξιοτεχνία, όπου η συγκινησιακή διέγερση που προκαλείται με τις ασκήσεις αυτές, συγχέεται με την αληθινή πνευματική εμπειρία. Οι μουσικοί και οι χορευτές τους όμως χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στον ισλαμικό κόσμο και κυρίως στις Ινδίες.
Ένα πιο εσωτερικό και φιλοσοφικό τάγμα είναι αυτό που ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα, από τον Αμπντούλ Καντίρ, στα νότια της Κασπίας θάλασσας. Ειδικεύθηκε στο να προκαλεί πνευματικές καταστάσεις τύπου έκστασης, όπως το ινδικό σαμάντι. Η διδασκαλία του χρησιμοποιούσε ορολογίες, παραβολές και συστήματα που μοιάζουν μ' εκείνα που χρησιμοποίησαν αργότερα στην Ευρώπη οι Ροδόσταυροι.
Το τρίτο είναι το τάγμα «Σουχραβάρντι», που ιδρύθηκε επίσης τον 12ο αιώνα από τον δάσκαλο Ζιζαουντίν Σουχραβάρντι. Οι τεχνικές του είναι ποικίλες και περιλαμβάνουν σχεδόν όλες όσες αναφέραμε προηγουμένως, όπως τη μυστικιστική έκσταση μέσω στροβιλικών χορευτικών κινήσεων ή τον διαλογισμό σε απόλυτη ηρεμία και σιωπή, για την επίτευξη της «αντίληψης του Πραγματικού». Η διδασκαλία τους εκφράζεται μέσα από φαινομενικά παράλογες ιστορίες, που κρύβουν βαθιά συμβολικά σημεία και νοήματα, προσιτά μόνο σε όσους έχουν ξύπνιο το πνευματικό στοιχείο μέσα τους. Οι οπαδοί αυτού του τάγματος επηρέασαν βαθιά άλλες μυστικιστικές ομάδες εξαπλωμένες στην Ινδία, Περσία και Αφρική.
Το τέταρτο κλασικό τάγμα είναι αυτό του «Νακσμπάντι», που ιδρύθηκε από τον Μπαχαουντίν Νακσμπάντ τον 14ο αιώνα στην κεντρική Ασία και είναι το πιο εσωτερικό και ολοκληρωμένο από όλα τα σουφικά τάγματα. Σ' αυτό διαμορφώθηκε ο μεγάλος σούφι μύστης Χουτζβίρι, που έγραψε στα περσικά, για τον σουφισμό και τα τάγματά του, το βιβλίο «Αποκάλυψη του Κρυμμένου», το οποίο θεωρείται μοναδικό στο είδος του.
Από αυτό το τάγμα εμφανίστηκαν αργότερα πολλές άλλες σχολές και μερικοί το θεωρούν σαν την πιο παλιά μυστικιστική «αλυσσίδα διαδοχής», παρόλο που ιδρύθηκε μετά από τα άλλα. Μόνο οι δάσκαλοι-σεϊχηδες του τάγματος Νακσμπάντι έχουν εξουσία να μυούν μαθητές σε όλα τα άλλα τάγματα δερβίσηδων, γιατί η διδασκαλία τους τρεφόταν από τις αρχαίες και τις πιο εσωτερικές ασκήσεις του σουφισμού, οι οποίες χαρακτηρίζονται για την μεγάλη τους αυστηρότητα και δυσκολία εκτέλεσης.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, κοινή σε όλους τους σούφι, υπάρχουν τέσσερα μεγάλα Ταξίδια, που μπορούμε να θεωρήσουμε σαν στάδια μύησης. Το πρώτο ταξίδι αποσκοπεί στην εναρμόνιση της συνείδησης με την αντικειμενική πραγματικότητα, επιτυγχάνοντας έτσι την «εκμηδένιση» του υποκειμενικού και ψεύτικου εγώ. Υστερα ο σούφι περνάει στο δεύτερο ταξίδι, όπου γίνεται αληθινά τέλειος άνθρωπος και σταθεροποιεί την αντικειμενική του γνώση για την πραγματικότητα. Σ' αυτή τη μυητική φάση ο σούφι γίνεται δάσκαλος, με τον τίτλο «κουτόμπ», δηλαδή «κέντρο ή σημείο προς το οποίο στρέφονται όλοι». Στο τρίτο ταξίδι ο δάσκαλος αποκτά καθολικότητα και μπορεί να οδηγήσει πνευματικά οποιονδήποτε τύπο ανθρώπου, ανεξάρτητα από θρησκεία, χαρακτήρα ή πολιστικό περιβάλλον, πλαίσια στα οποία περιορίζεται ο δάσκαλος του δεύτερου ταξιδιού.
Τέλος, το τέταρτο ταξίδι σημαίνει ότι ο δάσκαλος ή τέλειος άνθρωπος είναι σε θέση να οδηγεί τους μαθητές του πέρα από τα όρια των φυσικών διαστάσεων του ορατού κόσμου και να τους βοηθάει πέρα από αυτό που θεωρείται φυσικός θάνατος. Στο τέταρτο ταξίδι η συνείδηση συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, ο σούφι έχει πλήρη απόδειξη της ύπαρξης της ψυχής και της αθανασίας της και συνεχίζει να εργάζεται συνειδητά και συνεχώς, ταξιδεύοντας σε ανώτερες διαστάσεις, μέχρι να ξαναέρθει στον κόσμο σε μια νέα μορφή ζωής.
Η προέλευση του σουφισμού, σαν εσωτερικού ρεύματος μέσα στους κόλπους του ισλαμισμού, είναι σκοτεινή και αμφιλεγόμενη, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε εσωτερικό ρεύμα. Αν και οι σούφι υποστηρίζουν ότι ο σουφισμός είναι μια εσωτερική διδασκαλία στα πλαίσια του Ισλάμ, που συμβιβάζεται με την ορθοδοξία του Κορανίου, είναι επίσης παραδεκτό ότι πίσω του βρίσκεται μια πανάρχαια εσωτερική παράδοση, που μερικοί σοφοί σούφι την συνδέουν με τον Πυθαγόρα και ακόμα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο ή Θωτ των αρχαίων Αιγυπτίων. Ετσι, για μερικές σχολές του σουφισμού ή για μερικά τάγματα, η σειρά διαδοχής των δασκάλων τους φτάνει μέχρι τον Μωάμεθ, για άλλες μέχρι τον Ουβάις ελ Καρνί, που πέθανε τον 7ο αιώνα και δεν συνάντησε ποτέ τον Μωάμεθ και για άλλες δεν προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη πηγή και υποστηρίζουν ότι οι εσωτερικές τους διδασκαλίες είναι χιλιάδων χρόνων και αντιστοιχούν και συνδέονται με τα ρεύματα του Τρισμέγιστου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων σοφών. Λέει σχετικά ο μεγάλος δάσκαλος σούφι Ιμπν ελ Φαρίντ (1181-1235): «Το κρασί μας υπήρχε πριν από αυτό που εσείς ονομάζετε <σταφύλια> και <αμπέλια>» και μετά «εμείς ήπιαμε προς τιμήν του Φίλου, μεθώντας πριν δημιουργηθεί το αμπέλι».
Σε παραβολές των σούφι το κρασί συμβολίζει την διαχρονική εσωτερική διδασκαλία που, κατά τους ίδιους, είναι η ίδια με όλων των άλλων εσωτερικών συστημάτων, γιατί η Διδασκαλία είναι μία. Και το αμπέλι και το σταφύλι είναι τα συστήματα, τα εξωτερικά κανάλια, τα θρησκευτικά σώματα και τα φιλοσοφικά σχήματα. Για τους σούφι, στους οποίους πάντα αρέσει να μιλούν με παραβολές και με ποιητική και συμβολική γλώσσα, η διδασκαλία ή το κρασί τους υπήρχε από πολύ παλιά και ταυτίζεται με την έννοια των Μυστηρίων σε άλλους παραδοσιακούς πολιτισμούς. Γι'αυτό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ο σουφισμός προϊόν του ισλαμισμού. Απλώς ενσωματώθηκε σ' αυτόν χρησιμοποιώντας τον ως φορέα, εφόσον αποδείχθηκε κατάλληλος εξαιτίας της ανεξιθρησκείας του, μια και σύμφωνα με τα ίδια του λόγια του προφήτη στο Κοράνι, κάθε άλλος προφήτης ή σοφός ιδρυτής θρησκείας ή φιλοσοφικής σχολής θεωρείται απεσταλμένος του Θεού, του Αλλάχ, του Ακατονόμαστου. Τη λέξη «σούφι» την χρησιμοποιούσαν στην Αραβία και πριν από τον Μωάμεθ και οι παραδόσεις μιλούν για την ύπαρξη του σουφισμού στην 2η χιλιετία π.Χ.
Σύμφωνα με τις πιο αποδεκτές απόψεις, η λέξη «σούφι» σημαίνει «μαλλί», δηλαδή το μάλλινο ρούχο ή χιτώνα που φορούσαν οι σοφοί, οι αναχωρητές και οι δάσκαλοι σούφι. Άλλες όμως εκδοχές την συσχετίζουν με το Αϊν Σοφ των καββαλιστών και βρίσκουν μεγάλη σχέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο εσωτερικά ρεύματα. Ετσι, στην «Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρεται ότι οι Εβραίοι σοφοί της Καββάλα θεωρούν ότι η παράδοσή τους και η παράδοση των μυημένων τους έχει την ίδια προέλευση με τον σουφισμό. Οι σούφι όμως αρνούνται ότι η δική τους προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη πηγή και δεν περιορίζονται στην αντιστοιχία με την Καββάλα ή με άλλο παρόμοιο εσωτερικό ρεύμα, αλλά θεωρούν την παράδοσή τους καθολικής διάχυσης.
Στην διδασκαλία των σούφι είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι διατηρείται η συμβολική χρήση της γλώσσας, όπως στα αρχαία μυστήρια, ώστε μόνο οι «έτοιμοι» και οι μυημένοι να μπορούν να καταλάβουν. Γι' αυτό, όταν μεταφράζεται σε ξένη γλώσσα μια πραγματεία ή ένα ποίημα των σούφι, το μόνο που μένει είναι η σκέτη εξωτερική φλούδα, όμορφες λέξεις, βαθιά ίσως φιλοσοφικά νοήματα, αλλά χωρίς το πραγματικό εσωτερικό και πολυδιάστατο μήνυμά του.
Μέσα στη διδασκαλία των σούφι, που καλύπτει όλο το ανθρώπινο φάσμα εκφράσεων, διακρίνουμε, για παράδειγμα, την εξελικτική θεωρία πολύ πριν από τον Δαρβίνο και την θεωρία ότι το ανθρώπινο ον προήλθε από τη θάλασσα, όπως έλεγε και ο Αναξίμανδρος στην προσωκρατική Ελλάδα. Η διδασκαλία τους προχωρεί περισσότερο και ισχυρίζεται ότι το ον εξελίσσεται από ορυκτό σε φυτό, από φυτό σε ζώο, μετά σε άνθρωπο, ύστερα σε άγγελο, μέχρις ότου συγχωνευθεί στη θεία συνείδηση, όπως λένε οι εσωτερικές ανατολικές διδασκαλίες, όταν μιλούν για κύκλους εξέλιξης μέσα σε πλανητικές αλυσσίδες, γύρους και μπαλόνια ή για κόσμους ύπαρξης σε διάφορες συνειδησιακές διαστάσεις.
Ο σουφισμός στον δυτικό μεσαίωνα είχε μεγάλη επίδραση. Όπως είναι γνωστό, η αρχαία κλασική φιλοσοφία ξαναήρθε στη μεσαιωνική Δύση μέσω των Αράβων μεταφραστών και σχολιαστών, που είχαν κεντρική έδρα στην Ευρώπη, την Ισπανία, που κατέκτησαν τον 8ο αιώνα. Για παράδειγμα, ο μοναχός Ρογήρος Βάκων (1214-1294) ο μεγάλος μύστης και θεμελιωτής της εμπερικής μεθόδου, είχε σπουδάσει στην Ισπανία των Σαρακηνών και είχε έρθει σε επαφή με μύστες σούφι, τους οποίους και αναφέρει στα φιλοσοφικά του έργα ως «ανατολίτες φιλοσόφους». Ο Βάκωνας πιθανόν μυήθηκε στη σχολή της Κόρντοβα, της οποίας σημαντικός δάσκαλος υπήρξε ο Μπεν Γκάμπιρον ή Αβισεβρών, που άσκησε ζωτική επίδραση στην ίδρυση του φραγκισκανικού τάγματος από τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, στο οποίο εισήλθε ο Βάκωνας το 1247. Επίσης, ο μεγάλος εσωτεριστής φιλόσοφος Ραϋμόντ Λουλ παραδέχεται ότι έγραψε το περίφημο ποιήμα του «Το βιβλίο του Εραστή και της Αγαπημένης του» (1283) βασιζόμενος σ' ένα σουφικό πρότυπο.
Εκεί όμως που είναι πιο φανερές οι σχέσεις και οι επιδράσεις του σουφισμού στη Δύση, είναι στο τάγμα των Ναϊτών. Μερικοί από τους εννέα αρχικούς ιππότες-ιδρυτές του τάγματος λέγεται ότι ήταν μύστες σούφι, όπως ο αρχηγός τους, ο Ουγκε ντε Πεϋν και ο Γοδεφρείδος ντε Σαιντ-Ομέρ. Οι επαφές των Ναϊτών στους Αγίους Τόπους με ορισμένους σούφι και με τα μυστικά τάγματά τους, είναι πλέον εξακριβωμένες ιστορικά, από τα πρακτικά της δίκης εναντίον του ναϊτικού τάγματος, που προκάλεσε την εξαφάνισή τους. Πολλά ιπποτικά εσωτερικά τάγματα που ιδρύθηκαν μετά, φέρνουν τη σφραγίδα τους και συνεπώς την επίδραση του σουφισμού. Οι μεσαιωνικές γνώσεις περί αστρολογίας, αλχημείας, μαγείας κ.λπ. εισήλθαν στη Δύση μέσω των Αράβων και των Εβραίων καββαλιστών και των διδασκάλων σούφι, οι διδασκαλίες των οποίων επιβίωσαν ανάμεσα στις διάφορες εσωτερικές ομάδες της Ευρώπης, από τον μεσαίωνα ως την σύγχρονη εποχή.
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΥΦΙΣΜΟΥ
Ένα από τα κύρια χαρακτηρστικά του σουφισμού είναι η ποικιλία των εκφράσεων με την οποία μπορούν να μεταδώσουν τις διδασκαλίες τους οι δάσκαλοι σούφι. Μέσα από τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό, όπως στην περίπτωση των δερβίσηδων (υποψήφιοι σούφι ειδικής σχολής), μέσα από την ομαδική εργασία, από τη χρήση συμβόλων, σημείων, παραβολών, μέσα από αισθητηριακές εντυπώσεις, από ποιήματα, παραβολές, αφηγήσεις, μέσα από υψηλές μεταφυσικές ή φιλοσοφικές έννοιες κ.α., ο διδάσκαλος σούφι καταφέρνει να μεταδώσει στον μαθητή του, σύμφωνα με ό,τι αυτός χρειάζεται, μια διδασκαλία και μια πιο υψηλή πνευματική κατάσταση συνείδησης. Αυτές οι διάφορες μέθοδοι, παρόλο που χρησιμοποιούνται ελεύθερα από κάθε δάσκαλο ανάλογα με την περίπτωση και την ανάγκη, αποτέλεσαν με την πάροδο του χρόνου διάφορες σχολές ή τάγματα που εξειδικεύθηκαν και ανέπτυξαν περισσότερο κάποια από αυτές τις μεθόδους. Τέσσερα είναι τα κλασικά τάγματα των σούφι, αν και υπήρχαν πολλοί φημισμένοι δάσκαλοι και μύστες σούφι που δεν ανήκαν σε κανένα από αυτά και χρησιμοποιούσαν τα δικά τους συστήματα, τα οποία όμως δεν κατόρθωσαν να αποκρυσταλλωθούν σε κάποια συγκεκριμένη παραδοσιακή σχολή μετά τον θάνατό τους.
Το τάγμα «Χίστι», που είναι το παλαιότερο, ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τον δάσκαλο Αμπούτ Ισάκ Χίστι, απόγονο του Μωάμεθ και χρησιμοποίησε τη μουσική και τον χορό για τις ασκήσεις του. Οι δερβίσηδες αυτού του τάγματος έμπαιναν στις πόλεις, τραγουδούσαν κι έπαιζαν μουσική χορεύοντας, για να συγκεντρώνουν και να γοητεύουν τους ανθρώπους και ύστερα τους διηγούνταν μια ιστορία ή έναν μύθο που είχε διδακτική και μυητική σημασία. Εκείνοι που καταλάβαιναν και «ξυπνούσαν», τους ακολουθούσαν. Γρήγορα, όμως, οι Χίστι απολιθώθηκαν, όπως έγινε αργότερα και με άλλα τάγματα σούφι και οι τεχνικές τους περιορίστηκαν σε μια απλοϊκή αγάπη για την μουσική και σε μια επιφανειακή χορευτική δεξιοτεχνία, όπου η συγκινησιακή διέγερση που προκαλείται με τις ασκήσεις αυτές, συγχέεται με την αληθινή πνευματική εμπειρία. Οι μουσικοί και οι χορευτές τους όμως χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στον ισλαμικό κόσμο και κυρίως στις Ινδίες.
Ένα πιο εσωτερικό και φιλοσοφικό τάγμα είναι αυτό που ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα, από τον Αμπντούλ Καντίρ, στα νότια της Κασπίας θάλασσας. Ειδικεύθηκε στο να προκαλεί πνευματικές καταστάσεις τύπου έκστασης, όπως το ινδικό σαμάντι. Η διδασκαλία του χρησιμοποιούσε ορολογίες, παραβολές και συστήματα που μοιάζουν μ' εκείνα που χρησιμοποίησαν αργότερα στην Ευρώπη οι Ροδόσταυροι.
Το τρίτο είναι το τάγμα «Σουχραβάρντι», που ιδρύθηκε επίσης τον 12ο αιώνα από τον δάσκαλο Ζιζαουντίν Σουχραβάρντι. Οι τεχνικές του είναι ποικίλες και περιλαμβάνουν σχεδόν όλες όσες αναφέραμε προηγουμένως, όπως τη μυστικιστική έκσταση μέσω στροβιλικών χορευτικών κινήσεων ή τον διαλογισμό σε απόλυτη ηρεμία και σιωπή, για την επίτευξη της «αντίληψης του Πραγματικού». Η διδασκαλία τους εκφράζεται μέσα από φαινομενικά παράλογες ιστορίες, που κρύβουν βαθιά συμβολικά σημεία και νοήματα, προσιτά μόνο σε όσους έχουν ξύπνιο το πνευματικό στοιχείο μέσα τους. Οι οπαδοί αυτού του τάγματος επηρέασαν βαθιά άλλες μυστικιστικές ομάδες εξαπλωμένες στην Ινδία, Περσία και Αφρική.
Το τέταρτο κλασικό τάγμα είναι αυτό του «Νακσμπάντι», που ιδρύθηκε από τον Μπαχαουντίν Νακσμπάντ τον 14ο αιώνα στην κεντρική Ασία και είναι το πιο εσωτερικό και ολοκληρωμένο από όλα τα σουφικά τάγματα. Σ' αυτό διαμορφώθηκε ο μεγάλος σούφι μύστης Χουτζβίρι, που έγραψε στα περσικά, για τον σουφισμό και τα τάγματά του, το βιβλίο «Αποκάλυψη του Κρυμμένου», το οποίο θεωρείται μοναδικό στο είδος του.
Από αυτό το τάγμα εμφανίστηκαν αργότερα πολλές άλλες σχολές και μερικοί το θεωρούν σαν την πιο παλιά μυστικιστική «αλυσσίδα διαδοχής», παρόλο που ιδρύθηκε μετά από τα άλλα. Μόνο οι δάσκαλοι-σεϊχηδες του τάγματος Νακσμπάντι έχουν εξουσία να μυούν μαθητές σε όλα τα άλλα τάγματα δερβίσηδων, γιατί η διδασκαλία τους τρεφόταν από τις αρχαίες και τις πιο εσωτερικές ασκήσεις του σουφισμού, οι οποίες χαρακτηρίζονται για την μεγάλη τους αυστηρότητα και δυσκολία εκτέλεσης.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, κοινή σε όλους τους σούφι, υπάρχουν τέσσερα μεγάλα Ταξίδια, που μπορούμε να θεωρήσουμε σαν στάδια μύησης. Το πρώτο ταξίδι αποσκοπεί στην εναρμόνιση της συνείδησης με την αντικειμενική πραγματικότητα, επιτυγχάνοντας έτσι την «εκμηδένιση» του υποκειμενικού και ψεύτικου εγώ. Υστερα ο σούφι περνάει στο δεύτερο ταξίδι, όπου γίνεται αληθινά τέλειος άνθρωπος και σταθεροποιεί την αντικειμενική του γνώση για την πραγματικότητα. Σ' αυτή τη μυητική φάση ο σούφι γίνεται δάσκαλος, με τον τίτλο «κουτόμπ», δηλαδή «κέντρο ή σημείο προς το οποίο στρέφονται όλοι». Στο τρίτο ταξίδι ο δάσκαλος αποκτά καθολικότητα και μπορεί να οδηγήσει πνευματικά οποιονδήποτε τύπο ανθρώπου, ανεξάρτητα από θρησκεία, χαρακτήρα ή πολιστικό περιβάλλον, πλαίσια στα οποία περιορίζεται ο δάσκαλος του δεύτερου ταξιδιού.
Τέλος, το τέταρτο ταξίδι σημαίνει ότι ο δάσκαλος ή τέλειος άνθρωπος είναι σε θέση να οδηγεί τους μαθητές του πέρα από τα όρια των φυσικών διαστάσεων του ορατού κόσμου και να τους βοηθάει πέρα από αυτό που θεωρείται φυσικός θάνατος. Στο τέταρτο ταξίδι η συνείδηση συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, ο σούφι έχει πλήρη απόδειξη της ύπαρξης της ψυχής και της αθανασίας της και συνεχίζει να εργάζεται συνειδητά και συνεχώς, ταξιδεύοντας σε ανώτερες διαστάσεις, μέχρι να ξαναέρθει στον κόσμο σε μια νέα μορφή ζωής.
Του Γ.Α.ΠΛΑΝΑ
Ιδρυτή και Διευθυντή του
Πολιτιστικού και Φιλοσοφικού Οργανισμού "Νέα Ακρόπολη"
Ιδρυτή και Διευθυντή του
Πολιτιστικού και Φιλοσοφικού Οργανισμού "Νέα Ακρόπολη"