Sunday 10 April 2016

Η ζωή ενός Ήρωα: Γιλγαμές


Οι θεοί έπλασαν τον Γιλγαμές, τον άρχοντα της Ουρούκ, για να βασιλέψει στους ανθρώπους. Μια που κατά τα δύο τρίτα ήταν θεϊκός, είχε απαράμιλλη ομορφιά, γενναιότητα και σοφία. Ήταν περήφανος σαν νεαρός ταύρος.
Ο Γιλγαμές διέσχισε τον ωκεανό κι έφτασε στα πέρατα της ανατολής. Ταξίδεψε μακριά για να βρει τα μυστικά του κόσμου και να φέρει πίσω την ιστορία της εποχής πριν από τον Κατακλυσμό. Έχτισε την πόλη Ουρούκ όπου η ιστορία του Γιλγαμές είναι χαραγμένη σε πέτρινες πινακίδες.
Τόσο λαμπρή ήταν η δόξα του Γιλγαμές που κανένας άντρας δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί του και καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να του αντισταθεί.
Η Αρούρου, η θεά της δημιουργίας, αποφάσισε να φτιάξει ένα σύντροφο για τον Γιλγαμές. Έφτυσε στις παλάμες της, πήρε λίγο πηλό και τον έριξε στην ερημιά. Έτσι δημιούργησε τον Ενκιντού, τον πολεμιστή, το γιο της σιωπής, το ρωμαλέο. Το σώμα του ήταν τριχωτό σαν ζώου και ο Ενκιντού δεν ήξερε τίποτε για το ανθρώπινο γένος.
Μια γυναίκα από το ναό της Ιστάρ, της θεάς του έρωτα, τον δάμασε, ξετρελαμένη με αυτό τον άντρα που γεννήθηκε στα βουνά σαν πεφταστέρι. Αυτή αφύπνισε τον ανδρισμό του. Τον πήρε μαζί της στην Ουρούκ, για να προκαλέσει το μεγάλο Γιλγαμές. «Εγώ είμαι ο πιο δυνατός», κραύγασε ο Ενκιντού. Πάλεψαν σαν ταύροι, αλλά τελικά ο Γιλγαμές τον νίκησε. Μέσα από την πάλη τους γεννήθηκε μια φιλία, πιο δυνατή από τον έρωτα.
Ο Γιλγαμές και ο Ενκιντού περιπλανήθηκαν μαζί στον κόσμο, επειδή ο Γιλγαμές ήταν ανήσυχο πνεύμα. Η Ιστάρ ποθούσε τον Γιλγαμές. «Γίνε άντρας μου», του είπε, «και θα έχεις όλο τον κόσμο στα πόδια σου». Όμως ο ήρωας αρνήθηκε λέγοντας της: «Πότε ήσουν πιστή σε κάποιον εραστή;»
Ο πόθος της Ιστάρ μετατράπηκε σε μίσος. Πήγε στον Άνου, τον πατέρα της, και στην Άντουμ, τη μητέρα της. «Ο Γιλγαμές με περιφρόνησε», τους είπε. «Πατέρα, φτιάξε μου έναν Ταύρο του Ουρανού να αφανίσω τον Γιλγαμές. Αν δεν το κάνεις, θα ανοίξω τις πύλες της κόλασης και θα αφήσω τους νεκρούς να φάνε μαζί με τους ζωντανούς».

«Αν κάνω έναν Ταύρο, θα έχουμε εφτά χρόνια ξηρασία».

«Κάνε τον!» αποκρίθηκε η Ιστάρ.

Η Ιστάρ πήρε στα χέρια της τα χαλινάρια του Ταύρου του Ουρανού και τον οδήγησε στην Ουρούκ. Ο Ταύρος προσγειώθηκε πλάι στο ποτάμι. Μούγκρισε κι άνοιξε ένα χάσμα στο οποίο έπεσαν εκατό νέοι. Μούγκρισε ξανά κι άλλοι εκατό νέοι χάθηκαν στο νέο χάσμα. Μούγκρισε τρίτη φορά και άνοιξε κι άλλο χάσμα. Εκατό, διακόσιοι, τριακόσιοι νέοι της Ουρούκ γκρεμίστηκαν στο βάραθρο. Ο Ενκιντού άρπαξε τον Ταύρο από τα κέρατα. Καθώς το ζώο τού έφτυνε αφρούς κατάμουτρα, φώναξε: «Γιλγαμές, αδελφέ μου, χτύπα με το ξίφος σου!» Ο Γιλγαμές βύθισε το ξίφος του στο λαιμό του Ταύρου, τον έσφαξε και πρόσφερε την καρδιά του στον Σάμας, το θεό ήλιο.

Καθώς πέθαινε ο Ταύρος, η Ιστάρ έμπηξε μια κραυγή πόνου και καταράστηκε τον Ενκιντού και τον Γιλγαμές. Κάλεσε όλες τις ιέρειες του ναού της να πενθήσουν τον Ταύρο του Ουρανού. Την άλλη μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές- «Αδελφέ μου, είδα ένα όνειρο. Είδα τους θεούς να συσκέπτονται. Εκεί ήταν ο Άνου και ο Σάμας, μαζί με τον Ενλίλ, το θεό της γης και του αέρα, και τον Εα, το θεό του νερού. Ο Άνου είπε πως, επειδή σκοτώσαμε τον Ταύρο του Ουρανού, ένας από μας πρέπει να πεθάνει. Ο Άνου, ο Ενλίλ και ο Έα υποστήριξαν ότι πρέπει να πληρώσω με τη ζωή μου. Ο Σάμας προσπάθησε να με σώσει, αλλά ήταν ένας εναντίον τριών. Επομένως πρέπει να πεθάνω». Την ίδια , μέρα ο Ενκιντού έπεσε άρρωστος βαριά.

Ο Ενκιντού χαροπάλευε πολύ καιρό και ο Γιλγαμές ήταν συνέχεια στο πλευρό του. Μια μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές: «Ονειρεύτηκα το θάνατο μου. Το Μαύρο Πουλί του θανάτου με άρπαξε με τα νύχια του και με μετέφερε στο Σπίτι της Σκόνης, στο παλάτι της Ερκάλας, της Βασίλισσας του Σκότους». Με αυτά τα λόγια, ο Ενκιντού ξεψύχησε.

Πάντα θρηνώντας για τον Ενκιντού, ο Γιλγαμές περιπλανήθηκε μακριά. «Γιατί να πεθαίνουμε;» αναρωτιόταν. «Οι θεοί ζουν για πάντα, αλλά η ζωή των θνητών κρατά όσο μια ανάσα. Θα ρωτήσω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ, που οι θεοί έσωσαν από τον Κατακλυσμό και του χάρισαν ζωή αιώνια».

Ο Γιλγαμές πέρασε από πεδιάδες και Βουνά ώσπου έφτασε στις δίδυμες κορφές του Μάσου, που φυλάνε τον ήλιο στην ανατολή και τη δύση του. Στην πύλη του Μάσου στέκονταν οι τρομεροί Σκορπιοί, μισοί άνθρωποι και μισοί δράκοι, που η ματιά τους σκοτώνει. Όμως ο Γιλγαμές ήταν κατά τα δύο τρίτα θεός.

«Γιατί ήρθες σε αυτό το απαγορευμένο μέρος;» τον ρώτησαν. «Γυρεύω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ», τους αποκρίθηκε. «Θέλω να τον ρωτήσω μερικά πράγματα για τη ζωή και το θάνατο».
«Κανένας άνθρωπος, κανένα θνητό πλάσμα δεν έχει διαβεί αυτό το δρόμο», του είπαν. «Είναι ο δρόμος του απόλυτου σκοταδιού. Δε φοβάσαι;» «Πρέπει να μπω μέσα κι ας φοβάμαι», απάντησε ο Γιλγαμές. Και οι Σκορπιοί άνοιξαν την πύλη. Ο Γιλγαμές βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι πλημμύρισε το στόμα και τα μάτια του. Άπλωσε το χέρι του να γραπώσει το σκοτάδι, αλλά αυτό γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του. Συνέχισε να βαδίζει, ενώ έξω ο ήλιος ανέτειλλε και έδυε. Ώσπου επιτέλους ο Γιλγαμές βγήκε στο φως, στον κήπο του ήλιου. Εκεί, στην άκρη μιας πικρής θάλασσας, βρήκε τη θεά της σοφίας, τη Σιντούρι, και η Σιντούρι του είπε: «Είσαι κουρασμένος και στην καρδιά σου έχεις την απόγνωση. Ποτέ δε θα βρεις την αιώνια ζωή». Όμως ο Γιλγαμές της απάντησε: «Θα μιλήσω με τον Ουτναπίστιμ κι ας είμαι κουρασμένος». «Κανείς θνητός δεν έχει διαβεί αυτή τη θάλασσα του θανάτου», είπε η Σιντούρι. «Μονάχα ο Σάμας, ο ήλιος, μπορεί να διαβεί τον ωκεανό. Μην προσπαθείς. Γύρισε σπίτι. Φάε, πιες, γλέντα. Ο άνθρωπος πεθαίνει, μα η ζωή είναι γλυκιά». «Πού είναι η γλύκα της ζωής, αφού ο Ενκιντού είναι νεκρός;» ρώτησε ο Γιλγαμές.
«Τράβα τότε στο δάσος», είπε η Σιντούρι, «και βρες τον Ουρσαναμπί, το βαρκάρη, που θα σε περάσει από την άλλη μεριά της θάλασσας, στον Ουτναπίστιμ. Αλλά μην αγγίξεις τα νερά του θανάτου».


Επιτέλους ο Γιλγαμές έφτασε στο σπίτι του Ουτναπίστιμ, του προγόνου του. «Είμαι ο Γιλγαμές, ο άρχοντας της Ουρούκ», του είπε. «Έρχομαι από μακριά, πέρασα από το άδειο σκοτάδι και διάβηκα το πικρό νερό για να σε ρωτήσω γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο Ενκιντού, ο φίλος μου, είναι νεκρός και μ’ έχει καταλάβει ο φόβος του θανάτου. Μήπως πρέπει να τον ανταμώσω στο Σπίτι της Σκόνης; Κάποτε ήσουν κι εσύ άνθρωπος σαν κι εμένα. Πες μου την ιστορία σου, Προγονέ μου».
«Ό,τι αναπτύσσεται, σαπίζει», απάντησε ο Ουτναπίστιμ. «Όλοι πεθαίνουν, και ο σοφός και ο μωρός. Η λιβελούλα χαίρεται τη λιακάδα και μετά χάνεται Ο άνθρωπος μεγαλώνει σαν το καλάμι στην ακροποταμιά που κάποιος το κόβει. Ο θάνατος είναι σαν τον ύπνο, έρχεται σε όλους. Οι θεοί δίνουν τις μέρες της ζωής και τις μέρες του θανάτου. Όμως θα σου πω την ιστορία μου.

«Κάποτε ζούσα στην πόλη Σουρουπάκ, στις όχθες του Ευφράτη, και ήμουν πιστός υπηρέτης του σοφού θεού Έα.»

Η πόλη γέρασε και οι θεοί γέρασαν – ο Άνου ο πατέρας και τα παιδά του ο Ενλίλ, ο Εα, ο Νινούρτα, ο Ενουγγί, η Ιστάρ και τα υπόλοιπα.»

Η Ιστάρ προκαλούσε προβλήματα στους ανθρώπους, πολέμους και συμφορές. Τόσο μεγάλη ήταν η αναστάτωση που οι θεοί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ώσπου τελικά ο Ενλίλ, ο πολεμιστής, είπε στους θεούς: «Άς τρέξουν τα νερά του κόσμου κι ας πνίξουν αυτό το συρφετό που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε». Και οι θεοί συμφώνησαν.

«Ακόμη και ο Έα δεσμεύτηκε από την απόφαση των θεών. Δεν μπορούσε να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για τον κατακλυσμό, αλλά ψιθύρισε το μυστικό στο καλαμένιο σπίτι μου και ο άνεμος που φυσούσε στις καλαμιές μου το ψιθύρισε στον ύπνο μου: «Άνθρωπε της Σουρουπάκ, χάλασε το σπίτι σου και φτιάξε ένα καράβι».

«Υπακούοντας στο θεό, έφτιαξα ένα καράβι, μακρύ φαρδύ και σκεπαστό, κι έβαλα μέσα τα σπέρματα όλων των ζωντανών πραγμάτων. Πήρα την οικογένεια και τα υπάρχοντα μου, κι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό από όλα τα πλάσματα στον κόσμο, ήμερα και άγρια.
«Έξι μέρες και έξι νύχτες λυσσομανούσε η καταιγίδα. Άγριος άνεμος και βροχή έπνιξαν τον κόσμο. Την έβδομη μέρα η καταιγίδα κόπασε. Από το καράβι κοίταξα έξω και είδα μόνο νερό. Τότε έκλαψα, μα τα δάκρυα μου δεν ήταν παρά νερό.

«Τελικά το καράβι σκάλωσε στην κορυφή του Βουνού Νισίρ. Για να δω αν χαμήλωσαν τα νερά, λευτέρωσα πρώτα ένα περιστέρι, μετά ένα χελιδόνι και μετά ένα κοράκι. Το περιστέρι και το χελιδόνι ξαναγύρισαν, όχι όμως και το κοράκι – σημάδι ότι κάπου είχε βρει στεριά. Γεμάτος χαρά, έκανα θυσία στους θεούς. Μόλις ο Ενλίλ μύρισε τον ευωδιαστό καπνό της θυσίας μου, θύμωσε πολύ. «Μήπως γλίτωσαν μερικοί από αυτούς τους ενοχλητικούς θνητούς; Έπρεπε να ‘χαν πεθάνει όλοι. Κάποιος θα τους προειδοποίησε!»

«Όμως ο σοφός Έα απάντησε: Ή πλημμύρα ήταν μια πολύ σκληρή τιμωρία για όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτός ο άνθρωπος, τουλάχιστον, δεν έπρεπε να πεθάνει. Όμως δεν τον προειδοποίησα εγώ. Το είδε στο όνειρο του».

Με αυτά τα λόγια, η οργή του Ενλίλ καταλάγιασε. Μ’ έπιασε από το χέρι κι έβαλε στο πλάι μου τη γυναίκα μου. Γονατίσαμε, κι αυτός μας άγγιξε στο μέτωπο. «Μέχρι τώρα ο Ουτναπίστιμ ήταν θνητός. Τώρα αυτός και η γυναίκα του θα είναι σαν τους θεούς»».

Ο Ουτναπίστιμ έριξε μια διαπεραστική ματιά στον Γιλγαμές. «Και τώρα, Γιλγαμές, πώς θα πείσεις τους θεούς να σου χαρίσουν την αιώνια ζωή;» «Δεν κάνω πίσω», είπε ο Γιλγαμές.
«Τότε, πρέπει να μείνεις ξάγρυπνος έξι μέρες κι εφτά νύχτες». Πριν ο Ουτναπίστιμ αποσώσει τα λόγια του, ο ύπνος τύλιξε τον Γιλγαμές σαν την ομίχλη. Κοιμήθηκε έξι μέρες κι εφτά νύχτες. Κάθε μέρα η γυναίκα του Ουτναπίστιμ ακουμπούσε ένα φρέσκο ψωμί στο πλευρό του. Τελικά ο Ουτναπίστιμ τον ξύπνησε. «Μόνο ένα λεπτό με πήρε ο ύπνος», διαμαρτυρήθηκε ο Γιλγαμές. «Ψεύτη», είπε ο Ουτναπίστιμ. «Κοίταξε αυτά τα ψωμιά πλάι σου. Το σημερινό είναι φρέσκο, αλλά τα άλλα είναι ξερά και μπαγιάτικα».

«Μα δεν μπορώ να κάνω κάτι για να γίνω αθάνατος;» φώναξε ο Γιλγαμές. «Ο θάνατος με παίρνει σαν τον ύπνο». «Δεν κέρδισες τίποτα με το ταξίδι σου ως εδώ», απάντησε ο Ουτναπίστιμ, «γι’ αυτό και θα σου δώσω ένα δώρο να το πάρεις στην πατρίδα. Στην πέρα ακτή της θάλασσας του θανάτου φυτρώνει ένα φυτό με αγκάθια μυτερά σαν ρόδο. Όποιος το φάει, ξαναβρίσκει τη νιότη του».
Ο Γιλγαμές δεν άργησε να βρει το φυτό που το ονόμασε «Το Ξανάνιωμα του Γέροντα». Το πήρε μαζί του στην Ουρούκ, αποφασισμένος να το δοκιμάσει πρώτα στους γέροντες της πόλης και μετά στον εαυτό του. Όταν όμως κοντοστάθηκε σε μια λιμνούλα για να πλυθεί, ένα φίδι έφαγε το φυτό. , ,, Από τότε τα φίδια χάνουν το πουκάμισο τους και ξανανιώνουν. Αλλά η ανθρωπότητα δεν ξαναβρήκε ποτέ το φυτό της αιώνιας νιότης.

Πηγή: http://www.diakonima.gr
Συνέχεια. . . »

Wednesday 30 March 2016

Το μυθικό ταξίδι του Ζίγκφριντ



Η σπουδαία μορφή του του Ζίγκφριντ είναι γνωστή σε μύθους από την Γερμανία ως την Ισλανδία και αποτελεί την πεμπτουσία του βορειοευρωπαίου με το όνομα Ζιγκουρτν στις ιστορίες απ' την Σκανδηναβία, οι άθλοι του αποτελούν πρώτη ύλη για μερικά από τα καλύτερα επικά ποιήματα του κόσμου. Το κομμάτι της ιστορία που έχει σχέση με το παρακάτω κεφάλαιο είναι η μάχη ανάμεσα στον νεαρό Ζίγκφριντ με τον δράκο Φαφνίρ, που φιλάει το χρυσό των Νιμπελούγκεν.



 Ο Ζίγκφριντ ήταν καρπός της απαγορευμένης σχέσης ανάμεσα στον Σίγκμουντ και στην αδελφή του Σιγκελίντε. Παρ' όλο που και τα δυο αδέλφια είχαν φρικτό τέλος, ο Σίγκμουντ άφησε ένα περίφημο και πανέμορφο ξίφος στο γιο που δε θα συναντούσε ποτέ. Το σπαθί ήταν σπασμένο αλλά, αν επιδιορθωνόταν, ήταν ανίκητο στη μάχη.
Ο ορφανός Ζίγκφριντ ανατράφηκε από τον Νίμπελουγκ (νάνο) Μάιμ, που τον περιποιόταν μάλλον απρόθυμα, ελπίζοντας πως κάποια μέρα ο παντοδύναμος και θαρραλέος νέος θα έβρισκε τη δύναμη να σκοτώσει το δράκο Φαφνίρ και να πάρει ως λάφυρο τη μεγάλη ποσότητα χρυσού που πριν από χρόνια είχε κλέψει ο θεός Βόταν (ο υπέρτατος θεός του πανθέου των γεμανικών μυθολογιών' ταυτίζεται με τον Όντιν των Βορείων Γερμανών και τον Θωρ των Σκανδιναυών) από τους Νιμπελούγκεν. Στη συνέχεια ο Μάιμ είχε σχεδιάσει να σκοτώσει το Ζίγκφριντ και να κρατήσει μόνος του όλο το χρυσάφι.
 Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε την εύνοια των θεών, αφού μια μέρα που ο νεαρός περπατούσε στο δάσος άκουσε ένα πουλί να κελαηδά και διαπίστωσε ότι μπορούσε να καταλάβει το τραγούδι του. Το πουλί τον προειδοποίησε όχι μόνο ότι o Μάιμ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει, αλλά και γιατί. Όταν ο Ζίγκφριντ επέστρεψε στο σιδηρουργείο του Μάιμ δεν είπε κουβέντα για όσα είχε μόλις ανακαλύψει, αλλά έκανε υπομονή, περίμενε και παρακολουθούσε. Σύντομα ο Μάιμ του ζήτησε να επιδιορθώσει το σπαθί του πατέρα του κι ο Ζίγκφριντ έκανε όπως τον πρόσταξε, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη και την αντοχή του για το σκοπό αυτό. Ο Μάιμ του είπε για το σωρό το χρυσάφι που ήταν κρυμμένο βαθιά σε μια σπηλιά που τη φυλούσε κοιμισμένος ο δράκος Φαφνίρ. Ανάμεσα στο χρυσό υπήρχε και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ που έκρυβε πολλές δυνάμεις και το οποίο ο Μάιμ επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια ο νάνος έδωσε οδηγίες στον Ζίγκφριντ να επιστρέψει σ' αυτόν με το χρυσό. Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε πλέον ακούσει αρκετά για την προδοσία του νάνου και τον σκότωσε με το σπαθί του.
 Έπειτα ο νεαρός ήρωας ξεκίνησε αναζητώντας το δράκο Φαφνίρ. Παλιότερα ο δράκος αυτός ήταν γίγαντας, όχι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά τρομερά μεγάλος και απειλητικός. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Δακτυλιδιού ο Φαφνίρ είχε μετατραπεί σ' ένα τεράστιο, απαίσιο φολιδωτό πλάσμα. Ο δράκος αυτός κοιμόταν όλη την ώρα, μόνιμα μαγεμένος από τα όνειρα, στα οποία έβλεπε το χρυσό που βρισκόταν θαμμένος κάτω από το σαν φίδι κουλουριασμένο σώμα του. Το πουλί που την πρώτη φορά είχε πει στο Ζίγκφριντ για την προδοσία του Μάιμ τώρα οδήγησε το νεαρό άντρα στη σπηλιά κι ο Ζίγκφριντ κραδαίνοντας το ξίφος του, σκότωσε το δράκο και βρήκε το σωρό το χρυσάφι. Όμως, ο Ζίγκφριντ αδιαφορούσε τόσο πολύ για τους πειρασμούς του πλούτου, που διάλεξε μόνον δύο πράγματα από το σωρό: ένα κράνος που μπορούσε να τον κάνει αόρατο και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ του οποίου τις δυνάμεις δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει. Κι έτσι, ξεκίνησε γι ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.

Πηγή : http://alavastro.blogspot.gr
Συνέχεια. . . »

Monday 8 February 2016

Ημερολόγιο ενός φιλοσόφου: Τι με κάνει Άνθρωπο;

Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα ; Στα ζώα δεν έχει δοθεί κάποιο χαρακτηριστικό που να μην χρειάζονται. Χρησιμοποιούν στο έπακρο όλα όσα τους έχουν δοθεί και πολλά από αυτά τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Η φύση του φιδιού το έχει κάνει να σέρνεται, ενώ τον αετό να πετάει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Το κάθε ζώο δεν αμφισβητεί ό,τι του έχει δοθεί, απλά ενστικτωδώς το ακολουθεί. Τίποτα δεν είναι περιττό ή απλά διακοσμητικό σε ένα τριαντάφυλλο. Οι άνθρωποι τείνουν να μη δίνουν σημασία ή ακόμη και να περιφρονούν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είναι εκείνα που μας κάνουν ανθρώπους και μας ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα είδη. Εάν στραφούμε προς αυτά θα δούμε ότι μας βοηθάνε να επιτελέσουμε τον ρόλο μας. Αυτά, πρέπει να τα εντοπίσουμε και να τα αξιοποιήσουμε.
Ένα από αυτά τα χαρίσματα είναι η δύναμη του Νου. Ανάμεσα στις πολλές δεξιότητες του Νου είναι να αναρωτιέται και να βρίσκει συσχετισμούς και αναλογίες στη φύση και γενικότερα στο περιβάλλον. Παρατηρώντας ένα απλό λουλούδι, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το νόημα της ομορφιάς.

Παρατηρώντας την εναλλαγή των εποχών, μπορεί να καταλάβει τους κύκλους της ζωής. Τις ακμές και τις παρακμές, τη ζωή και το θάνατο. Παρατηρώντας το πόσο αρμονικά λειτουργεί το σύμπαν, μπορεί να βρει αυτή την αρμονία μέσα του.

Κάθε πότε όμως ο άνθρωπος αναλογίζεται πραγματικά ;

Πώς χρησιμοποιεί αυτή την ξεχωριστή ικανότητά που του έχει δοθεί από τη φύση ;
Μπορεί δίνοντας σημασία σε αυτή, να καταλάβει τον κόσμο γύρω του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό ;

Μήπως το μυστικό της ζωής κρύβεται αποκλειστικά και μόνο στην παρατήρηση μιας εισπνοής και εκπνοής ;
Ίσως...

-Ένας Φιλόσοφος του Δρόμου
Συνέχεια. . . »

Κοινωνικά Δίκτυα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...